τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal
adj.
Meddling: Ar. and P. πολυπράγμων. Be interfering, v.: Ar. and P. πολυπραγμονεῖν, V. περισσὰ δρᾶν, πράσσειν τι πλέον (Eur., Frag.), Ar. and V. πράσσειν πολλά.