δυσαμερία

Revision as of 13:13, 11 November 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Dor. for δυσημερία (unlucky day, mishap, misery).

Spanish (DGE)

v. δυσημερία.

German (Pape)

[Seite 675] ἡ, dor. = δυσημερία.

French (Bailly abrégé)

dor. c. δυσημερία.

Russian (Dvoretsky)

δυσᾱμερία: дор. = δυσημερία.

Greek (Liddell-Scott)

δυσᾱμερία: Δωρ. ἀντὶ δυσημ-.

Greek Monolingual

δυσαμερία, η (Α)
θλιβερή μέρα.

Greek Monotonic

δυσᾱμερία: Δωρ. αντί δυσημερία.