εὐθύγλωσσος

Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Att. εὐθύγλωττος, ον, straightforward, plain-spoken, Pi.P.2.86, Dam.Isid.23, Procop.Arc. 29.

German (Pape)

[Seite 1070] geradzüngig, ἀνήρ Pind. P. 2, 86, gerade herausredend, wahrhaft.

Russian (Dvoretsky)

εὐθύγλωσσος: говорящий напрямик, прямой, искренний (ἀνήρ Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, ὁ παρρησίᾳ λέγων, εὐθυρρήμων, Πινδ. Π. 2. 157, Δαμασκ. παρὰ Σουΐδ.

English (Slater)

εὐθῠγλωσσος of straightforward speech εὐθύγλωσσος ἀνὴρ (P. 2.86)

Greek Monolingual

εὐθύγλωσσος και εὐθύγλωττος, -ον (ΑΜ), αυτός που μιλάει με παρρησία, με ευθύτητα.