ευθύτητα
From LSJ
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐθύτης) ευθύς
1. ευθύγραμμη διεύθυνση
2. εντιμότητα, ειλικρίνεια (α. «ευθύτητα χαρακτήρα» β. «λατρεύσατε Αὐτὸν ἐν εὐθύτητι καὶ δικαιοσύνῃ», ΠΔ)
αρχ.-μσν.
η κατεύθυνση, η πορεία («ἡ εὐθύτης τῶν πραγμάτων», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
φρ. «ἡ εὐθύτης τῆς τάσεως» — η κατεύθυνση.