παιδοπόρος

Revision as of 11:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

παιδοπόρον, through which a child passes, γένεσις AP9.311 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 441] wo ein Kind durchgeht, γένεσις, Philpp. 34 (IX, 311).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
par où passent les petits (pour naître).
Étymologie: παῖς, πορεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

παιδοπόρος: анат. служащий каналом для плода, детородный (γένεσις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

παιδοπόρος: -ον, δι’ οὗ διέρχεται παιδίον, γένεσις Ἀνθ. Π. 9. 311.

Greek Monolingual

παιδοπόρος, -ον (Α)
αυτός από τον οποίο διέρχεται παιδί, όπως είναι λ.χ. η μήτραπαιδοπόρος γένεσις», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσοπόρος.

Greek Monotonic

παιδοπόρος: -ον, αυτός μέσω του οποίου περνάει ένα παιδί, σε Ανθ.

Middle Liddell

παιδο-πόρος, ον,
through which a child passes, Anth.