πεντώροφος

Revision as of 11:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

πεντώροφον, (ὄροφος) with five stories, D.H.Rh.1.3, D.S. 1.45, etc.

German (Pape)

[Seite 559] mit od. von fünf Decken od. Stockwerken, D. Hal. rhet. 1, 3, vgl. de C. V. p. 203 u. Lob. Phryn. 709.

Russian (Dvoretsky)

πεντώροφος: пятиярусный, пятиэтажный (οἰκία Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

πεντώροφος: -ον, (ὄροφος) ὁ ἐκ πέντε ὀροφῶν συνιστάμενος, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1.3, Διόδ. 1. 45, κτλ.· ― ὁ τύπος πεντόροφος εἶναι ἡμαρτημένος, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
βλ. πενταώροφος.