ἐλευθεροστομέω

Revision as of 19:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

to be free of speech, A.Pr.182 (lyr.), E.Andr.153; in later Prose, Ph.1.474, al.

Spanish (DGE)

c. suj. de pers. hablar con libertad, con franqueza ἄγαν δ' ἐλευθεροστομεῖς A.Pr.180, cf. E.Andr.153, Epiph.Const.Haer.24.10.1, πρὸς τὸν ἑαυτοῦ ... ἡγεμόνα Ph.1.474, πρὸς τοὺς ἀπίστους Chrys.Fem.Reg.1.19, cf. Eus.PE 6.6.2, ἀτρόμῳ γλώττῃ ἐ. Eus.MP 4.9
suj. el discurso expresarse con libertad οἱ λόγοι δὲ οὐδὲν νῦν τι δέονται πόλεως, ὥστε ἐλευθεροστομῆσαι Synes.Regn.3.

German (Pape)

[Seite 796] freimüthig reden; Aesch. Prom. 180 Eur. Andr. 153.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler en toute liberté, parler franchement.
Étymologie: ἐλευθερόστομος.

Russian (Dvoretsky)

ἐλευθεροστομέω: говорить непринужденно, быть откровенным Aesch., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθεροστομέω: ὁμιλῶ ἐλευθέρως, παρρηπάζομαι, ἄγαν δ’ ἐλευθεροστομεῖς Αἰσχύλ. Πρ. 182, Εὐρ. Ἀνδρ. 153· πρβλ. ἐξελευθερόω.

Greek Monotonic

ἐλευθεροστομέω: μέλ. -ήσω (στόμα), μιλώ ελεύθερα, με θάρρος, με παρρησία, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

ἐλευθερο-στομέω, fut. -ήσω στόμα
to be free of speech, Aesch., Eur.