ἄγαν

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγαν Medium diacritics: ἄγαν Low diacritics: άγαν Capitals: ΑΓΑΝ
Transliteration A: ágan Transliteration B: agan Transliteration C: agan Beta Code: a)/gan

English (LSJ)

Adv. very much, chiefly Aeol. Dor. and Trag., not in Hom., rare in Ion., as Hdt.2.173, Hp.Art.4, al., Democr.222; freq. in bad sense, too much:—prov., μηδὲν ἄγαν = nothing in excess Pi.Fr.216 (attributed to Chilo by Arist.Rh.1389b4); μηδὲν ἄγαν σπεύδειν Thgn.335:—with Verbs, ἄγαν διαστρέψαι Hp.Fract.8; ἄγαν ἐλευθεροστομεῖς A.Pr.182; ἄγαν τι ποιεῖν Pl.R.563e:—with Adjs. either preceding or following, ἄγαν κοῦφος Hp.Art.4; ἄγαν βαρύς A.Pers.515; πιθανὸς ἄγαν Id.Ag.485; with Sup., ἄγαν ἀγριωτάτους far the most savage, Ael.NA1.38, cf. 8.13:—with Adv., ὑπερθύμως ἄγαν A.Eu.824; ἄγαν οὕτω S.Ph.598; ὠμῶς ἄγαν X.Vect. 5.6:—with a Subst., ἡ ἄγαν χρημάτων συναγωγή Democr.222; ἡ ἄγαν σιγή S.Ant.1251; ἡ ἄγαν ἐλευθερία Pl.R.564a; without Art., εἰς ἄγαν δουλείαν ib. (Cf. ἀγα-.) [ᾰγᾱν Thgn.219, Orac. ap. Hdt.4.157, A.Eu. 121, etc.; in late poets, ᾰγᾰν AP5.215.6 (Agath.), 10.51 (Pall.), cf. Eust.1433 fin.]

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰγᾱν Thgn.219, Orác. en Hdt.4.157, A.Eu.121; ᾰγᾰν Sapph.122, Simon.37.34, AP 5.216 (Agath.), 10.51 (Pall.), cf. Eust.1433.65]
adv. muy c. adj. παῖδ' ἄγαν ἀπάλαν Sapph.l.c., μηδ' ἄγαν ἀπάλαμνος Simon.l.c., τὸν φιλάεθλον ἄγαν IG 7.2244.2 (Tisbe II/III d.C.)
c. verb. mucho ἄγαν (διαστρέφεσθαι) Hp.Fract.8, ἄγαν σαλεύει S.OT 22
por estar a menudo en cont. que critican el exceso demasiado μηδὲν ἄγαν σπεύδειν Thgn.335, ἄγαν ἐλευθεροστομεῖς A.Pr.180, tb. c. adj. πιθανὸς ἄγαν A.A.485
c. subst. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι Pi.Fr.210, ἡ ἄγαν χρημάτων συναγωγή Democr.B 222, ἡ ἄγαν σιγή S.Ant.1251, ἡ ἄγαν ἐλευθερία, δουλεία Pl.R.564a
c. adv. ὑπερθύμως ἄγαν A.Eu.824, ἄγαν οὕτω S.Ph.598, ὠμῶς ἄγαν X.Vect.5.6
abs. μηδὲν ἄγαν = nada demasiado sentencia atribuida a Quilón, uno de los Siete Sabios, escrita en el templo de Delfos, Pl.Prt.343b, cf. Pi.Fr.35b
frec. en lítotes c. un sent. casi irón. εἰμὶ δ' οὐκ ἄγαν σοφή E.Med.305, cf. 583, οὐκ ἄγαν σφ' ἐπήνεσα E.Ph.764, cf. Ar.Eq.598
tard. εἰς ἄγαν mismo sent., Pall.H.Laus.6.1, 32.1.
• Etimología: De *m̥geH2- c. alarg. nasal > ᾰγᾱ-ν; cf. con otros vocalismos ἀγα-, ἀγαϝός, μέγα.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 beaucoup, très, fort, tout à fait;
2 trop ; μηδὲν ἄγαν = rien de trop (lat. ne quid nimis).
Étymologie: ἄγω.

German (Pape)

(zusammenhängend mit ἄγαμαι) andere von ἄγω, wie vehemens von vehi, ◡ –, doch Anth. auch ◡ ◡, Pallad. 124, Agath. 4 (IX.51 V.216); findet sich noch nicht bei Homer, der λίην gebraucht; ἄγαν zuerst in dem bekannten Spruche Chilons μηδὲν ἄγαν und daraus Theogn. 335, nicht mit zu großer Vorliebe und Bewunderung; aus Leidenschaft, wie Arist. rhet. 2.12 von den Jünglingen sagt: πάντα ἄγαν πράττουσι, φιλοῦσιν ἄγαν, μισοῦσιν ἄγαν. Dah. zu sehr, Pind. und die Attik. sowohl bei verb. als auch bei adj., adv. und subst., z.B. ἡ ἄγαν ἐλευθερία Plat. Rep. VIII.564a, wo hernach auch ohne Artikel εἰς ἄγαν δουλείαν steht. Bei Aelian. und andern Sp. sogar beim superlativ. – Bei Aesch. Spt. 793, οὕτως ἠναίροντο ἄγαν, bejaht es stark. – Oft οὐκ ἄγαν, nicht eben sehr, bes. Theophr.; – ἄγαν γε, nur zu sehr.

Russian (Dvoretsky)

ἄγαν: (ᾰᾱ, редко ᾱᾰ, поздн. ᾰᾰ) adv.
1 весьма, чрезвычайно (βαρύς Aesch.): ἡ ἄγαν σιγή Soph. полное молчание;
2 чересчур, чрезмерно: μηδὲν ἄγαν Pind., Chilon ap. Arst. ничего (не нужно) сверх меры; ἄγαν ἐλευθεροστομεῖν Aesch. быть слишком невоздержным на язык; φιλεῖν ἄγαν καὶ μισεῖν ἄγαν Arst. быть неумеренным как в любви, так и в ненависти.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγαν: ἐπίρρ., λίαν, πολύ, παρὰ πολύ, Θέογν., Πίνδ. καὶ Ἀττ., τὸ δὲ λίην εἶναι συνήθ. τὸ ἀντίστοιχον τοῦ ἄγαν παρ’ Ἐπικ. καὶ ἐν τῇ Ἰων. διαλέκτῳ (ἀλλ’ ἴδε Ἡρόδ. 2. 173), σφόδρα βεβαιωτικόν, ὡς τὸ Λατ. prorsus = βεβαιότατα, Αἰσχύλ. Θ. 811· οὕτως ἐν συνθέσ. πάντοτε ἐνισχύει καὶ ἐπιτείνει. Ἡ ἐπὶ κακοῦ σημασία ἐπίσης, παρὰ πολύ, ὡς τοῦ Λατ. nimis, ἀπαντᾷ μόνον ἐν ἰδίαις τισὶ φράσεσιν, ὡς ἐν τῷ περιφήμῳ μηδὲν ἄγαν, ne quid nimis, πρῶτον παρὰ Θεόγν. 335, Πινδ. Ἀποσ. 235· ἀποδίδοται δὲ εἰς τὸν Χείλωνα ὑπὸ Ἀριστ. Ῥητ. 2. 12, 14, οὕτως, ἄγαν τι ποιεῖν, Πλάτ. Πολ. 563Ε, κτλ. Εὕρηται καὶ μόνον μετὰ τοῦ ῥήματος, ἄγαν δ’ ἐλευθεροστομεῖς, Αἰσχύλ. Πρ. 180, κτλ.· ἀλλ’ οὐχὶ σπανίως συνάπτεται μετ’ ἐπιθέτου, ὅπερ ἢ προηγεῖται ἢ ἕπεται, οἷον, ἄγαν βαρεῖς, ὁ αὐτ. Πέρσ. 515, πιθανὸς ἄγαν, Ἀγ. 485· ἔτι καὶ μεθ’ ὑπερθ. ἄγαν ἀγριωτάτους, δηλ. τοὺς ὑπὲρ πάντας ἀγριωτάτ., Αἰλ. Ἱ. Ζ. Ι. 38, πρβλ. 8. 13· ὡσαύτως μετ’ ἐπιρρ., «ὑπερθύμως ἄγαν, Εὐμ. 824, ἄγαν οὕτω, Σοφ. Φ. 598. ὠμῶς ἄγαν, Ξεν. Πόρ. 5, 6, μετ’ οὐσιασ., ἡ ἄγαν σιγή, Σοφ. Ἀντ. 1251· ἡ ἄγαν ἐλευθερία, Πλάτ. Πολ. 564Α· χωρὶς τοῦ ἄρθρου, εἰς ἄγαν δουλείαν, Αὐτ. (Ἡ Pαγ φαίνεται ἐν τῷ ἀγήνωρ. Ὁ Κούρτιος σχετίζει αὐτὴν πρὸς τὸ ἄγω: κατὰ τὴν ἔννοιαν φαίνεται ὅτι ἀνήκει μᾶλλον εἰς τὸ ἄγαμαι, ἄγη)· [ᾰγᾱν κυρίως χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 157, κτλ.· ἀλλ’ ᾰγᾱν ἐν Ἀνθ. Π. 5, 216, 10, 51].

English (Slater)

ᾰγαν too much οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν (O. 6.19) “κοὔ με πονεῖ τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' ἄγαν.” (P. 4.151) τὸν δ' αὖ καταμεμφθέντ ἄγαν ἰσχὺν (N. 11.30) σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (sc. χαλεπώτατοί εἰσι.) fr. 210. [[[ἄγαν]] codd. contra met.: ἄταν Heyne.) (P. 2.82) ]

Greek Monotonic

ἄγαν: επίρρ., πολύ, αρκετά, σε μεγάλο βαθμό, σε Θέογν., Αττ.· η λέξη λίην είναι η αντίστοιχη στην Επικ. και Ιων.· με αρνητική σημασία, υπερβολικά πολύ, Λατ. nimis, όπως στο περίφημο ρητό μηδὲν ἄγαν, Λατ. ne quid nimis, τίποτα υπερβολικό σε κανένα πράγμα, σε Θέογν. κ.λπ. (ᾰγᾱν κυρίως, αλλά και ᾰγᾰν, στο Ανθ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: much, too much (Pi.)
Dialectal forms: In origin Aeol., Doric, which explains the long α.
Origin: IE [Indo-European] [708] *mg-́eh₂-m
Etymology: Acc. of the adj. μέγας.
See also: ἀγα-

Middle Liddell

[ἄγᾱν properly, but ἄγαν in Anth.]
very, much, very much, Theogn., Attic, the word λίην being its equiv. in epic and ionic: in bad sense, too, too much, Lat. nimis, as in the famous μηδὲν ἄγαν, ne quid nimis, not too much of any thing, Theogn., etc.

Frisk Etymology German

ἄγαν: {ágān}
See also: s. ἀγα-.
Page 1,6

English (Woodhouse)

excessively, too much

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=πάρα πολύ). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό ρῆμα ἄγαμαι καί οὐσ. ἄγη. Ἴσως σχηματίζεται μέ τή ρίζα ἀγ τοῦ ἄγω.

Lexicon Thucydideum

nimium, too much, excessively, 1.75.1, 1.82.1, 1.84.3, 2.49.5, 4.10.4. 4.63.2, 5.71.1. 6.24.4, 7.50.4, 7.63.3, 7.77.1. 7.77.4. 8.46.1, 8.89.2. [Dubium doubtful 8.1.1, μὴ οὕτω γε ἂν (Val. Valerius γε ἄγαν) πασσυδὶ διεφθάρθαι.]