ἱκεταδόκος
English (LSJ)
ον, receiving suppliants, σκοπή A.Supp.713.
German (Pape)
[Seite 1247] Schutzflehende aufnehmend, Aesch. Suppl. 694.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
]qui accueille les suppliants.
Étymologie: ἱκέτης, δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἱκετᾱδόκος: дающий приют или убежище просящим о защите (σκοπή Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱκετᾱδόκος: -ον, δεχόμενος ἱκέτας, Αἰσχύλ. Ἱκ. 713.
Greek Monolingual
ἱκεταδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται τους ικέτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης / ἱκέτᾱς + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. θεωροδόκος, ξενοδόκος.