particularly
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English > Greek (Woodhouse)
adverb
especially: P. and V. μάλιστα, οὐχ ἥκιστα, P. ἐν τοῖς μάλιστα, διαφερόντως, V. ἐξόχως.
with a clause following: P. and V. ἄλλως τε καί, V. ἄλλως τε πάντως καί.