ἀνανταγωνίστως
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
French (Bailly abrégé)
adv.
sans lutte.
Étymologie: ἀνανταγώνιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναντᾰγωνίστως: без борьбы или сопротивления (τυγχάνειν τῆς δόξης Plut.).