ξι
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
και ξει, το (Α ξῖ και ξεῖ και ξῡ)
άκλ. το δέκατο τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. εγκυκλ. λ. Ξ, ξ].