τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
wild: P. and V. ἄγριος; use uncivilised, wild.
fallow: P. ἀργός.
unsown: P. ἄσπορος.
unploughed: V. ἀνήροτος.