ὑφόρμιον

Revision as of 12:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό, (ὅρμος 1) necklace, Ael. Dion.Fr.417.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφόρμιον: τό, (ὅρμος) κόσμημά τι χρυσοῦν, Εὐστάθ. 1150. 24· «κόσμου εἶδος» Φώτ. «ὑφόρμιον· χρυσοῦν κοσμάριον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ (κατά τον Ησύχ., Φώτ., Ευστ.) χρυσό περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὅρμος (Ι) «κόσμημα για τον λαιμό, περιδέραιο»].

German (Pape)

τό, Halsband, Hesych., Eust.