ὅρμος
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
ὁ, (εἴρω A)
A cord, chain, esp. necklace, collar, Il.18.401, h.Ven. 163; of gold and electron, Od.15.460, 18.295, cf. h.Ven.88, Hes.Op.74; χρυσεόδμητοι ὅρμοι A.Ch.617 (lyr.); χρύσεοι E.El.177 (lyr.), cf. IG12.386.24, Ar.V.677; ὅ. Ἐριφύλης IG11(2).161 B 42 (Delos, iii B. C.), cf. Pl.R. 590a.
2 generally, anything strung like a necklace, wreath, chaplet, Pi.O.2.74; στεφάνων ὅρμος a string of crowns, i.e. of praises, Id.N.4.17.
3 a kind of dance, performed in a ring by youths and maidens alternately, Luc.Salt.11.
4 ὁρμοί (on the accent v. infr.): ἱμάντες ὑποδημάτων, Hsch.
II roadstead, anchorage, esp. the inner part of a harbour or basin, where ships lie, Il.1.435, A.Supp.765, 772, Ag.665, IG12.889,890, etc.; ὅρμον ποιέεσθαι or ὅρμον θέσθαι, = ὁρμίζεσθαι, Hdt.7.193, Theoc.13.30; τοῖσιοὕτω εἶχε ὅρμου those whom the anchorage permitted to do so, Hdt.7.188.
2 metaph., haven, place of shelter or refuge, E.Hec.450 (lyr.); ὅ. ἐλευθερίας AP7.388 (Bianor); τὸ γῆρας.. ὅ. τῶν κακῶν Bion ap.D.L.4.48; βίου πλεύσαντα πρὸς ὅρμον having come to the end of life, IG2.2081; ὅρμον ὁδοιπορίης to the journey's end, AP11.317 (Pall.).
b pl., of the favourite haunts of game, X.Cyn.10.7.
III means of mooring, attachment, AP 9.296 (Apollonid.). (Some Gramm. distinguished signf. I from II, making I oxyt. ὁρμός, v. Eust.1788.46,1967.29.)
German (Pape)
[Seite 382] ὁ, 1) Schnur, Kette (εἴρω); Il. 18, 401 unter Schmucksachen genannt, welche Hephästus gemacht hat; χρύσεον ὅρμον ἔχων, μετὰ δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο, Od. 15, 460, wie 18, 295; vgl. H. h. Ap. 103 Ven. 88. 164; Hes. O. 74; στεφάνων ὅρμος, eine Schnur von Kränzen, Pind. N. 9, 17; ὅρμοισι τῶν ἀναπλέκοντι χέρας, Ol. 2, 82; χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις, Aesch. Ch. 608; Eur. El. 177; vgl. Ar. Vesp. 677 Lys. 408; Plat. Rep. IX, 590 a u. Sp., wie Luc. de domo 7. – Auch ein Ringeltanz, der von Knaben und Mädchen, die in bunter Reihe neben einander stehen, getanzt wird, Luc. de salt. 11. – Hesych. erkl. auch οἱ τῶν ὑποδημάτων ἱμάντες, Schuhriemen, Schnüre. – 2) (vgl. ὁρμέω) ein Ankerplatz, eine Rhede, wo ein Schiff sicher vor Anker gehen kann; νῆες ὅτ' ἂν ὅρμου μέτρον ἵκωνται, Od. 13, 101; τήνδ'(ναῦν) εἰς ὅρμον προέρεσσαν ἐρετμοῖς, Il. 1, 435; ὡς μήτ' ἐν ὅρμῳ κύματος ζάλην ἔχειν, Aesch. Ag. 651; πρὶν ὅρμῳ ναῦν θρασυνθῆναι, Suppl. 753; Soph. O. R. 196 Phil. 217; μή μοι ναῶν πρύμνας δέξασθαι τούσδ' εἰς ὅρμους, Eur. I. A. 1322, öfter; u. in Prosa, τὸν ὅρμον ποιεῖσθαι, vor Anker gehen Pol. 16, 8, 2 u. a. Sp.; auch übertr., Zufluchtsort, Ruheplatz. – Bei Apollonds. 16 (IX, 296), καὶ τὸν ἀπ' ἀγκύρης ὅρμον ἔκειρε νεῶν, ist es der Halt der Schiffe, den die Anker geben, oder die Ankertaue. – Buttm. Lexilog. I, 111 betrachtet diese zweite Bedeutung als radikal von der ersten verschieden; Passow bemerkt dagegen, daß ja ein Ort, wo man bes. Schiffe anbindet oder festlegt, gleichfalls ganz natürlich von εἴρω herkommen könne; vgl. die letzte Stelle des Apollnds. u. ἕρμα. – Einige alte Grammatiker betonten in der ersten Bdtg ὁρμός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ce qui sert à lier ou ce qui sert à enlacer, d'où
1 collier pour la parure des femmes;
2 p. anal. ronde dansée par garçons et filles faisant la chaîne en se tenant par couples côte à côte;
3 avec idée de lieu place du port où l'on amarre un navire pour en descendre ; place où l'on jette l'ancre : ὅρμον ποιεῖσθαι HDT se mettre à l'ancre.
Étymologie: R. Σερ, nouer, attacher ; cf. σειρά, lat. sero.
Syn. δεράγκη, δέραιον, ἕρμα, ἴσθμιον, μαλάκιον, μάννος, μηνίσκος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.
Russian (Dvoretsky)
ὅρμος:
I ὁ εἴρω I]
1 цепь, ожерелье (χρύσεος Hom., Eur.; χρυσεόδμητος Aesch.): στεφάνων ὅ. Pind. гирлянда из (наградных) венков;
2 цепной танец, «цепочка» (ὁ ὅ. ὄρχησίς ἐστι κοινὴ ἐφήβων τε καὶ παρθένων Luc.).
II ὁ ὁρμέω и ὁρμίζω
1 якорная стоянка: ὅρμον ποιεῖσθαι Her. или θέσθαι Theocr. стать на якоре;
2 перен. (тихая) пристань, убежище (ἐλευθερίας Anth.; κακῶν Diog. L.);
3 перен. якорь спасения, помощь, пособие, опора: ὅ. ὁδοιπορίης Anth. = ὄνος;
4 pl. охот. излюбленные дичью места Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ὅρμος: ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.) σχοινίον, ἅλυσις, μάλιστα δὲ περιδέραιον, κόσμημα τοῦ λαιμοῦ· αἱ δέσποιναι τῶν ἡρωϊκῶν χρόνων ἐφόρουν τοιούτους ἐκ χρυσοῦ καὶ ἠλέκτρου, Ἰλ. Σ. 401, Ὀδ. Ο. 460., Σ. 295, Ὅμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 88, 164, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 74· οὕτω, χρυσεόδμητοι ὅρμοι Αἰσχύλ. Χο. 616· χρύσεοι Εὐρ. Ἠλ. 177, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 677, Πλάτ. Πολ. 490Α. 2) πρᾶγμα ἀποτελοῦν ὁρμαθὸν ἢ κυκλικὴν σειρὰν ὁμοίαν πρὸς περιδέραιον, Πινδ. Ο. 2. 135· στεφάνων ὅρμος, ἐπὶ ἐγκωμίων, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 4. 28, πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 914. 3) εἶδος ὀρχήσεως τελουμένης ἐν κύκλῳ ὑπὸ νεανιῶν καὶ νεανίδων ἐναλλάξ, Λουκ. π. Ὀρχ. 11. 4) ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τὸν τύπον ὁρμοὶ (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε κατωτ.) καὶ ἑρμηνεύει: «ἱμάντες ὑποδημάτων» ΙΙ. τόπος πρὸς ἀγκυροβολίαν, μέρος θαλάσσης παρέχον ἀσφάλειαν εἰς τὰ πλοῖα, Λατιν. statio navalis μάλιστα τὸ ἐνδότατον μέρος τοῦ λιμένος, ὅπου ἀγκυροβολοῦσι τὰ πλοῖα (πρβλ. λιμήν, μέτρον, Ι. 3), Ἰλ. Α. 435, Ἡρόδ. 7. 194, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 765, Ἀγ. 665, κτλ.· ὅρμον ποιεῖσθαι ἢ θέσθαι = ὁρμίζεσθαι, Ἡρόδ. 7. 193, Θεόκρ. 13. 30· τοῖσι οὕτω εἶχε ὅρμου, ἐκείνοις εἰς οὓς ἡ ἀγκυροβολία ἐπέτρεπε νὰ πράξωσιν οὕτω, Ἡρόδ. 7. 188· - ἐν Ξεν. Κυνηγ. 10, 7, ὅρμοι φαίνεται ὅτι σημαίνουσι τὰ μέρη τὰ μᾶλλον συχναζόμενα ὑπὸ τῶν θηρευομένων ζῴων. 2) μεταφορ., λιμήν, σκέπη, τόπος ἀσφαλείας, καταφύγιον, Εὐρ. Ἑκάβ. 450· ὅρ. ἐλευθερίας Ἀνθ. Π. 7. 388· τὸ γῆρας ... ὅρ. κακῶν Βίων παρὰ Διογ. Λ. 4. 48· βίου πλεύσαντα πρὸς ὅρμον, ἀφικόμενον εἰς τὸ τέρμα τῆς ζωῆς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 67. 3) τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἰακωψ. Ἀνθ. 1, σ. 64. 3, σ. 210. ΙΙΙ. = ἕρμα Ι, Ἀνθ. Π. 9. 296· ὅρ. ὁδοιπορίης, ἐπὶ ὄνου, αὐτόθι 11. 317. (Ἐπὶ τῆς σημασ. Ι. προδήλως ἐκ τοῦ εἴρω: πιθ. καὶ ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ. Κατά τινας γραμματικοὺς ὅταν ὁ ὅρμος σημαίνῃ γυναικεῖον κόσμημα γράφεται ὁρμὸς ὀξυτόνως πρὸς διαστολὴν τοῦ σημαίνοντος λιμένα, ἴδε Εὐστ. 1788. 46., 1967. 29).
English (Autenrieth)
(1): anchorage, mooring-place.
(2) (root σερ, εἴρω): necklace. (See cut, also Nos. 40, 41.)
English (Slater)
ὅρμος chain ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι (O. 2.74) Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος ὅρμον στεφάνων πέμψαντα (N. 4.17)
Greek Monotonic
ὅρμος: ὁ (εἴρω),
I. 1. σκοινί, αλυσίδα, ιδίως περιδέραιο, περιλαίμιο, σε Όμηρ., Αττ.
2. γενικά, οτιδήποτε αποτελεί αρμαθιά, σειρά αντικειμένων που το ένα κρέμεται από το άλλο, όπως το περιδέραιο, στεφάνι, κομπολόι, σε Πίνδ.· στεφάνων ὅρμος, αρμαθιά από στεφάνους, δηλ. εγκώμια, στον ίδ.
3. κυκλικός χορός, σε Λουκ.
II. 1. αραξοβόλι, αγκυροβόλιο, τόπος προσαράγματος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
2. μεταφ., λιμάνι, τόπος προστασίας ή καταφυγής, σε Ευρ., Ανθ.
II. = ἕρμα I, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: m.
Meaning: chain, necklace, lace (Σ 401); name of a heron-dance (Luc.).
Derivatives: 1. The dimin. ὁρμ-ίσκος m. small necklace (Att. inscr., LXX), signetcord (LXX, J.) with -ίσκιον name of a precious stone (Plin.); 2. -ιά f. fishing-line (Pl. Com., Antiph., Arist.; Scheller Oxytonierung 74), -ια-τόνος m. angler (E. Hel. 1615); 3. -αθός m. string, chain (ω 8, Ar., Pl.; on the formation Chantraine Form. 367 a. Fraenkel Nom. ag. 1, 176 w. n. 3 [the word in -αθος seems rather Pre-Greek; cf. γνάθος]) with -άθιον (Gal.), -αθίζω to string (H., Suid.). 4. ὑφ-όρμ-ιον n. after Ael. Dion. Fr. 417 παρὰ τοῖς παλαιοῖς χρυσοῦν τι κοσμάριον.
Origin: IE [Indo-European] [911] *ser- string
Etymology: Old deriv. with regular ο-grade (Schwyzer 492) from 1. εἴρω string, s.v.
2.
Grammatical information: m.
Meaning: anchorage, road(stead), harbour, also metaph. (Il.).
Compounds: Compp., e.g. ὁρμο-φύλαξ harbour-master (pap.); often as 2. member, e.g. πάν-ορμος offering anchorage to all (ships) (λιμένες, ν 195), often as PN (Sicily a.o.), δύσ-ορμος with a bad harbour, inhospitable (A., X.); often w. preposition, partly as backformations from the relevant verbs: ἔξ-ορμος sailing out (E.: ἐξ-ορμέω; Strömberg Prefix Studies 58), ὕφ-ορμος at anchor, fit for anchoring (Ph., Str.), also subst. m. anchorage (Arist., Str.: ὑφ-ορμέω), πρόσ-ορμος m. id. (Str.: πρόσ-ορμέω, -ορμίζω).
Derivatives: Two denomin. 1. ὁρμέω, also w. ἐφ-, ἐξ-, ὑφ- a.o., to be at anchor (in the harbour) (IA.) with ἐφόρμησις f. and (as backformation) ἔφορμος m. the being at anchor, blockade (Th.). 2. ὁρμίζω, -ομαι, aor. -ίσαι, -ίσασθαι, often w. prefix, e.g. ἐν-, προσ-, καθ-, μεθ-, to bring to resp. to arrive at the anchorage or harbour, to anchor (oneself) (Il.) with (προσ- a.o.) όρμισις f. the anchoring (Th.), (ἐν-)όρμισμα n. anchorage, the anchoring (App.), προσορμισμός m. the anchoring (sch.), προσορμιστήριον H. as explanation of ἐπίνειον (cod. ἐπήνιον), ὁρμιστηρία f. rope for anchoring, attaching (Ph., D. S.), ὁρμίστρια f. "the anchoreress" surn. of Isis (pap. IIp).
Origin: IE [Indo-European] [911] *ser- string?
Etymology: Without certain etymology. Often connected with ὁρμη, but with diff. argumentation: prop. "impulse, startingpoint" (Fick GGA 1894, 242); "a place where ships may ride at anchor" = Skt. sárma- m. flowing (Word ClassPhil. 3, 77), "luogo dove si getta l'ancora" (Bolelli Stud. itfilcl. 24 [1950] 104). Bq and Hofmann Et.Wb. consider for it, semantically also a little stilted, connection with εἴρω string ("attacher"); so prop. "attachement, Festmachung" (against this Porzig Satzinhalte 262) and with ὅρμος chain basically identical. Instead of operating with the abstract notion fastening, it would be better, to explain ὅρμος anchorage as metaphor from ὅρμος (anchor)-chain; cf. AP 9, 296 : τὸν ἀπ' ἀγκύρης ὅρμον ἔκειρε. -- Or to ἕρματα supporting stones (also unclear) ?
Middle Liddell
ὅρμος, ὁ, εἴρω
I. a cord, chain, esp. a necklace, collar, Hom., Attic
2. generally, anything strung like a necklace, a wreath, chaplet, Pind.; στεφάνων ὅρμος a string of crowns, i. e. of praises, Pind.
3. a dance performed in a ring, Luc.
II. a roadstead, anchorage, moorings, Il., Hdt., Attic
2. metaph. a haven, place of shelter or refuge, Eur., Anth.
III. = ἕρμα 1, Anth.
Frisk Etymology German
ὅρμος: 1.
{hórmos}
Grammar: m.
Meaning: Kette, Halsband, Schnur (vorw. ep. poet. seit Σ 401), N. eines Reigentanzes (Luk.).
Derivative: Davon 1. das Demin. ὁρμίσκος m. kleines Halsband (att. Inschr., LXX u.a.), Siegelschnur (LXX, J.) mit -ίσκιον N. eines Edelstein (Plin.); 2. -ιά f. Angelschnur (Pl. Kom., Antiph., Arist. usw.; Scheller Oxytonierung 74), -ιατόνος m. Angler (E. Hel. 1615); 3. -αθός m. Reihe, Kette (ω 8, Ar., Pl. usw.; zur Bildung Chantraine Form. 367 u. Fraenkel Nom. ag. 1, 176 m. A. 3) mit -άθιον (Gal.), -αθίζω auf eine Schnur reihen (II., Suid.). 4. ὑφόρμιον n. nach Ael. Dion. Fr. 417 παρὰ τοῖς παλαιοῖς χρυσοῦν τι κοσμάριον.
Etymology : Alte Ableitung mit regelmäßiger ο-Abtönung (Schwyzer 492) von 1. εἴρω reihen, s.d.
Page 2,420
2.
{hórmos}
Grammar: m.
Meaning: Ankerplatz, Reede, Hafen, auch übertr. (seit Il.).
Composita : Kompp., z.B. ὁρμοφύλαξ Hafenwächter (Pap.); öfter als Hinterglied, z.B. πάνορμος ‘allen (Schiffen) Ankerplatz bie- tend’ (λιμένες, ν 195), mehrfach als ON (Sizilien u. a.), δύσορμος mit schlechtem Hafen, unwirtlich (A., X.); oft m. Präposition, z.T. als Rückbildungen von den entsprechenden Verben: ἔξορμος aussegelnd (E. in lyr.: ἐξορμέω; Strömberg Prefix Studies 58), ὕφορμος vor Anker liegend, zum Ankern passend (Ph., Str.), auch Subst. m. Ankerplatz (Arist., Str.: ὑφορμέω), πρόσορμος m. ib. (Str.: πρόσορμέω, -ορμίζω).
Derivative: Davon zwei Denominativa. 1. ὁρμέω, auch m. ἐφ-, ἐξ-, ὑφ- u.a., ‘(im Hafen) vor Anker liegen’ (ion. att.) mit ἐφόρμησις f. und (als Rückbildung) ἔφορμος m. das Vorankerliegen, Blockade (Th.). 2. ὁρμίζω, -ομαι, Aor. -ίσαι, -ίσασθαι, oft m. Präfix, z.B. ἐν-, προσ-, καθ-, μεθ-, ‘in den Ankerplatz od. Hafen bringen bzw. einlaufen, (sich) vor Anker legen’ (seit Il.) mit (προσ- u.a.) όρμισις f. ‘das Vorankerbringen, -gehen’ (Th.u.a.), (ἐν-)όρμισμα n. das Ankern, Ankerplatz (App. u. a.), προσορμισμός m. das Vorankergehen (Sch.), προσορμιστήριον H. als Erklärung von ἐπίνειον (cod. ἐπήνιον), ὁρμιστηρία f. Seil zum Verankern, zum Festmachen (Ph., D. S.), ὁρμίστρια f. "die Verankererin" Bein. d. Isis (Pap. IIp).
Etymology : Ohne sichere Etymologie. Oft mit ὁρμή verbunden, aber mit verschiedenen Begründungen: eig. "Auslauf, Ausgangspunkt" (Fick GGA 1894, 242); "a place where ships may ride at anchor" = aind. sárma- m. das Fließen (Word ClassPhil. 3, 77), "luogo dove si getta l'ancora" (Bolelli Stud. itfilcl. 24 [1950] 104). Bq und Hofmann Et.Wb. erwägen dafür, semantisch ebenfalls etwas geschraubt, Anschluß an εἴρω reihen, anfügen ("attacher"); somit eig. "attachement, Festmachung" (dagegen Porzig Satzinhalte 262) und mit ὅρμος Kette im Grunde identisch. Anstatt mit dem abstrakten Begriff Festmachung zu operieren, wäre es aber dann geratener, ὅρμος Ankerplatz als Metonymie aus ὅρμος ‘(Anker)-kette’ zu erklären; vgl. AP 9, 296 : τὸν ἀπ’ ἀγκύρης ὅρμον ἔκειρε. — Oder zu ἕρματα Stützsteine (ebenfalls unklar) ?
Page 2,420-421
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=σχοινί, περιδέραιο, ἀραξοβόλι, λιμάνι σωτηρίας, καταφύγιο). Ἀπό τό εἴρω (=ἑνώνω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ὅρμος: ὁρμέω -ῶ (=εἶμαι ἀγκυροβολημένος), ἐφόρμησις (=ἀγκυροβόλημα γιά τήν ἐπιτήρηση τοῦ ἐχθροῦ), ὁρμίζω (=προσορμίζω, μέσο ἀγκυροβολῶ) > ὅρμισις > προσόρμισις > ὁρμιστέον.
Lexicon Thucydideum
statio, station, position, 4.26.3, 6.44.2, 7.41.1.
Translations
necklace
Adyghe: джэгъучэлъ; Afrikaans: halssnoer; Ainu: チムッペ; Albanian: varesë, varq; Amharic: ሐብል, ድሪ; Arabic: قِلَادَة; Egyptian Arabic: عقد; Hijazi Arabic: سِلْسال, عُقْد; Moroccan Arabic: سنسلة, قلادة; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܬܵܘܩܵܐ, ܗܲܡܢܝܼܟ݂ܵܐ; Classical Syriac: ܗܡܢܝܟܐ, ܥܩܐ; Armenian: մանյակ; Assamese: হাৰ; Asturian: collar; Avar: махал; Aymara: wallqa; Azerbaijani: boyunbağı; Banjarese: kakalung; Bashkir: мунсаҡ; Basque: lepoko, iduneko; Belarusian: каралі, калье, мані́ста; Bengali: হার, মালা; Bikol Central: kulintas; Bobongko: oloʼ; Breton: tro-c'houzoug; Bulgarian: огъ́рлица, колие, гердан; Burmese: ဒါလီ, ဘယက်, လည်ဆွဲ; Catalan: collar, collaret; Cebuano: kuwintas; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⵣⵔⴰⵔⵜ; Cherokee: ᎠᏯᏟᏗ; Chickasaw: innoʼchiʼ; Chinese Cantonese: 項鏈/项链; Mandarin: 項鏈/项链; Min Nan: 項鏈/项链; Cornish: delk; Crimean Tatar: gerdanlıq; Czech: náhrdelník; Dakota: wanápʾį; Danish: halskæde; Dupaningan Agta: ulay; Dutch: halssnoer, halsketting, ketting; Esperanto: kolĉeno; Estonian: kaelakee, kee; Faroese: hálsketa; Fijian: itaube; Finnish: kaulakoru, kaulanauha, kaulaketju; French: collier; Galician: colar; Georgian: ყელსაბამი, ყელსაკიდი; German: Halskette, Collier, Halsband; Greek: κολιέ, περιδέραιο; Ancient Greek: ἀμφιδέραιον, ἀμφιδέτης, δέραιον, δέραιος, δραύκιον, ἴσθμιον, κάθεμα, καθόρμιον, κόρυμνα, μανάκιν, μανιάκη, μανιάκης, μάννος, ὅρμος, περιαυχένιον, περιδέραιον, περιδερίς, περίθεμα, περιτραχήλιον, πλόκιον, σφιγγίον, ὑποδέραιον, ὑποδερίδιον, ὑποδερίς, ὑφόρμιον, ψελλινία; Greenlandic: ujamik; Guaraní: ajurigua; Gujarati: કંઠી; Hebrew: עֲנָק, שרשרת; Hindi: हार, हँसली; Hungarian: nyaklánc, nyakék; Icelandic: hálsfesti, hálsmen; Ilocano: gargantília; Indonesian: kalung; Inuktitut: nuġluġun; Irish: muince, bráisléad brád; Italian: collana, girocollo; Japanese: ネックレス, 首飾り; Jarai: añŭ; Javanese: kalung; Kannada: ಪಟ್ಟಡೆ; Kansa: wanáⁿp'iⁿ; Karachay-Balkar: мынчакъла; Karakalpak: dizbek; Kazakh: алқа; Khmer: ខ្សែក; Kikuyu: mũgathĩ; Korean: 목걸이; Koyraboro Senni: jindehiiri; Kumyk: гьамарча, минчакълар; Kurdish Central Kurdish: ملوانکە; Northern Kurdish: gerdenî; Kyrgyz: шуру, мончок; Lakota: wanápʼiŋ; Lao: ສາຍຄໍ, ປອກຄໍ, ສ້ອຍ; Latin: monile; Latvian: kaklarota; Lithuanian: vėrinys; Luxembourgish: Collier, Halsband, Ketten; Macedonian: ѓердан; Maguindanao: balig; Malagasy: vadim-bozo; Malay: rantai, kalung; Malayalam: കണ്ഠമാല; Maltese: ġiżirana, kullana, ħannieqa; Maori: tāhei; Marathi: हार; Mongolian Cyrillic: хүзүүний зүүлт; Nahuatl: cozcatl; Navajo: yooʼ; Ngazidja Comorian: nkami; Nogai: мойшак; Norman: colyi; Norwegian Bokmål: halsbånd, halskjede; Nynorsk: halskjede; Nǀuu: ǀx'âinsi; Occitan: colar; Odia: ମାଳା; Ojibwe: naabikaagan; Old Church Slavonic Cyrillic: монисто; Old English: mene; Old Javanese: kaluṅ; Omaha-Ponca: wanóⁿp'iⁿ; Oneida: yunihtyástaʔ; Ottoman Turkish: قلاده; Pali: gīveyyaka; Pashto: همېل; Persian: گردن بند, هار; Pirahã: xáihoi; Polish: naszyjnik; Portuguese: colar; Punjabi: ਹਾਰ; Quechua: walqa; Rajasthani: तूस्सी; Rapa Nui: karone; Romanian: colan, colier, salbă; Russian: ожерелье, колье, монисто; Saek: ส่อย; Sanskrit: कण्ठभूषा; Scottish Gaelic: seud-muineil; Serbo-Croatian Cyrillic: о̀грлица, ђѐрда̄н; Roman: ògrlica, đèrdān; Shipibo-Conibo: téo; Sicilian: cuddana, cullana; Sinhalese: මාලය; Slovak: náhrdelník; Slovene: verížica, ogŕlica; Spanish: collar; Sundanese: kangkalung; Swahili: kidani; Swedish: halsband; Tagalog: binaysok, kuwintas; Tajik: гарданбанд; Tamil: அட்டிகை; Tatar: колйә, муенча; Telugu: చంద్రహారం, కంఠిక, హారము; Thai: สร้อย; Tibetan: སྐེ་རྒྱན; Tongan: kahoa; Tswana: sebaga; Turkish: gerdanlık, kolye; Turkmen: monjuk; Ukrainian: намисто, монисто, нашийник, кольє́; Urdu: ہار, مالا; Uzbek: marjon, shoda; Vietnamese: chuỗi hạt; Vilamovian: puttynystyn; Welsh: gwddfdorch, mwclis, neclis; White Hmong: txog saw; Yámana: polesif; Ye'kwana: wo'mo; Yiddish: האַלדזבאַנד; Yurok: ˀekeˀr; Zulu: umgexo
anchorage
Bulgarian: котвостоянка; Czech: kotviště; Danish: ankerplads; Dutch: rede, ree, ankerplaats; Esperanto: ankrejo; Faroese: akkerspláss, skipalega; Finnish: ankkuripaikka; French: ancrage; Galician: ancoradoiro; Georgian: საღუზე; German: Ankerplatz; Greek: ελλιμενισμός, αγκυροβόλημα, αραξοβόλι, άραγμα; Ancient Greek: ἀγκυροβόλιον, ἀγκυρηβόλιον, ἐνόρμισμα, ναυλοχία, ναύσταθμον, ναύσταθμος, ὅρμος, προσορμιστήριον, ὕφορμος; Hebrew: מעגן; Hungarian: horgonyzóhely; Icelandic: skipalægi, bátalægi, lægi, skipalega; Irish: acarsóid, ancaireacht, leaba ancaire, poll ancaire; Italian: ancoraggio; Latin: statio; Macedonian: сидриште; Maori: tauranga, taunga; Norwegian Bokmål: ankerplass, ankringsplass; Nynorsk: ankerplass, ankringsplass; Ottoman Turkish: مرسی; Persian: لنگرگاه; Polish: kotwicowisko; Portuguese: ancoradouro, ancoragem, fundeadouro; Russian: якорная стоянка; Scottish Gaelic: acarsaid; Spanish: fondeadero, anclaje; Swedish: ankarplats; Welsh: angorfa; Yámana: tīnia