λιτρόμηλον
English (LSJ)
τό, an apple weighing a λίτρα, Tz.H.9.347.
Greek Monolingual
λιτρόμηλον, τὸ (Μ)
μήλο που ζυγίζει μία λίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρα (ἡ) + μῆλον.
German (Pape)
τό, Pfundapfel, Tzetz.
τό, an apple weighing a λίτρα, Tz.H.9.347.
λιτρόμηλον, τὸ (Μ)
μήλο που ζυγίζει μία λίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρα (ἡ) + μῆλον.
τό, Pfundapfel, Tzetz.