Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λίτρα

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίτρα Medium diacritics: λίτρα Low diacritics: λίτρα Capitals: ΛΙΤΡΑ
Transliteration A: lítra Transliteration B: litra Transliteration C: litra Beta Code: li/tra

English (LSJ)

ἡ,
A a silver coin of Sicily, Epich.9, Sophr.72, Diph.71, Posidipp. 8.—On its value v. Arist.Fr.476,510.
II as a weight, 12 ounces, a pound, [Simon.]141, Plb.21.43.19, D.S.14.116, Dsc.1.43, Plu. TG2, J.AJ14.7.1: metaph., λίτρᾰν ἐτῶν ζήσας having lived a pound of years, i.e. 72 (in late times a pound of gold was coined into 72 pieces), AP10.97 (Pall.).
III measure of capacity, = 1 Italic κοτύλη, Gal.6.287. [ῑ as in Lat. libra; written λείτρα in CIG2040.7 (Bosp.).] (Both λίτρα and Lat. libra prob. from early Italic *līprā.)

German (Pape)

[Seite 54] ἡ, das lateinische libra, nur dorisch, nach Poll. 9, 81 eine Silbermünze in Sicilien, B. A. 105, früher in Korinth gebräuchlich, = 1⅔ attische Obolen, nach Arist. bei Poll. 9, 80, = ὀβολὸς Αἰγιναῖος. – Als Gewicht 12 Unzen, in Rom aes librale, vgl. Simonds 39 (VI, 214) u. Pol. 22, 26. – Bei Pallad. 45 (X, 97) ἐτῶν λίτραν ζήσας, ein Pfund Jahre, das sind 72, denn aus einem Pfunde Gold wurden 72 Goldstücke in späterer Zeit geprägt. – Bei Sp. auch die Wage am Himmel.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la livre, poids et monnaie :
1 livre de 12 onces (à Rome, as libralis);
2 monnaie d'argent sicilienne de 1,333 obole attique ou éginétique.
Étymologie: DELG terme médit. venant de Sicile, emprunté parallèlement par le lat. libra.

Russian (Dvoretsky)

λίτρα: ἡ (лат. libra) литра
1 сицилийская монета, равная эгинскому оболу = 12 οὐγκίαι Polyb.;
2 римск. единица веса, римск. фунт = 12 οὐγκίαι: λίτραν ἐτῶν ζήσας Anth. прожив фунт лет, т. е. 72 года (т. к. весовой фунт золота чеканился в форме 72 монет).

Greek (Liddell-Scott)

λίτρα: ἡ, ἀργυροῦν Σικελικὸν νόμισμα, Ἐπίχ. 5 Ahr., Σώφρων 26 Ahr., καὶ ἐν Ἀθήναις ἐν τῇ Νέᾳ Κωμῳδία, Δίφιλ. ἐν «Σικελικῷ» 1, Ποσείδιππ. ἐν «Γαλάτῃ» 2, Πολυδ. Δ΄, 173. - Ἡ λέξις λίτρα φαίνεται ἁπλῶς Σικελοελληνικὸς τύπος τοῦ Ρωμαϊκοῦ libra (ἴδε ἐν λέξ. ἐλεύθεροςἐπειδὴ τὸ Ἰταλικὸν νομισματικὸν σύστημα παρελήφθη ἐκ τῶν ἐν Σικελία Δωριέων (πρβλ. νοῦμμος)· Ἡ λίτρα λέγεται παρ’ Ἀριστ. (Ἀποσπ. 436, πρβλ. 467) ὡς δυναμένη Αἰγινήτην ὀβολὸν (τὸ Λατ. libra ἢ as), καὶ ὡς διαιρουμένη ὡς ουτος εἰς 12 οὐγκίας (unciae)· ἕτερα δὲ μέρη αὐτῆς ἦσαν τὸ ἡμίλιτρον (semis), πεντώγκιον (quincunx), τριᾶς (triens), τετρᾶς (quadrans), ἑξᾶς (sextans)· ὑπῆρχεν ὡσαύτως καὶ δεκάλιτρον = decussis ἢ denarius. Ἴδε Bentl. εἰς Φάλαριν σ. 427- 478, Βöckh Metrol. Untersuch. xxi, Mommsen R. H. 1. σ. 210 τῆς Ἀγγλ. μεταφρ. ΙΙ. ὡσαύτως, ὡς τὸ libra, ὡς βάρος, = 12 οὐγκίαις, λίτρα, Ψευδ-Σιμων. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 214, Πολύβ. 22. 26, 19· - μεταφορ., λίτρᾰν ἐτῶν ζήσας, δηλ. ζήσας ἔτη 72 (ἐπειδὴ ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις λίτρα χρυσοῦ ἐκόπτετο εἰς 72 νομίσματα), Ἀνθ. Π. 10. 97. 2) = λιτροδόκη, Φώτ. ΙΙΙ. παρὰ συγγραφεῦσι λίαν μεταγενεστ. = τῇ Λατ. Libra ἐν τῷ Ζωδιακῷ κύκλῳ. [ῑ, ὡς ἐν τῷ Λατ. libra· ἐντεῦθεν φέρεται λείτρα ἔν τινι τοῦ Βοσπ. ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2040. 7.]

English (Strong)

of Latin origin (libra); a pound in weight: pound.

English (Thayer)

λίτρας, ἡ, a pound, a weight of twelve ounces: Polybius 22,26, 19; Diodorus 14,116,7; Plutarch, Tib. et G. Grac. 2,3; Josephus, Antiquities 14,7, 1; others.)

Greek Monolingual

η (AM λίτρα)
νεοελλ.
1. παλαιά ονομασία του λίτρου
2. βυζαντινή μονάδα βάρους τών νομισμάτων της αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια
νεοελλ.-μσν.
βενετικό νόμισμα ίσο με το 1 / 6 του δουκάτου
μσν.
μονάδα επιφανείας ίση με το 1 / 40 του μοδίου
μσν.-αρχ.
ρωμαϊκό μέτρο βάρους ίσο με 12 ουγγιές
αρχ.
1. αργυρό σικελικό νόμισμα
2. μέτρο χωρητικότητας ίσο με μία ιταλική κοτύλη
3. (κατά τον Φώτ.) η λιτροδόκη
4. ο αστερισμός του Ζυγού
5. φρ. «λίτραν ἐτῶν ζήσας» — λεγόταν για κάποιον που έζησε 72 χρόνια (διότι από μία λίτρα χρυσού κόβονταν 72 χρυσά νομίσματα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεσογειακή λ., πιθ. από τη Σικελία, που ανάγεται σε τ. līprā. Εκ παραλλήλου με την Ελληνική, τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή lībra.
ΠΑΡ. αρχ. λιτραίος, λιτριαίος, λιτρίζω.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. λιτροδόκη, λιτροσκόπος
μσν.
λιτροβουλής, λιτρόμηλον. (Β' συνθετικό) αρχ. δεκάλιτρος, ημιλίτριον, ημίλιτρον, πεντάλιτρος.

Greek Monotonic

λίτρα: ἡ, αργυρό Σικελικό νόμισμα, Λατ. libra· ως μονάδα βάρους, 12 ουγγιές, μία λίβρα, σε Ανθ.· μεταφ., λίτρᾰν ἐτῶν ζήσας, έχοντας ζήσει 72 χρόνια (επειδή στα μεταγεν. χρόνια η λίβρα χρυσού κοβόταν σε 72 κομμάτια), στον ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: pound, as weight and coin, as Sicil. silvermoney = a half mina or 50 drachmes (Epich., Sophr., [Simon.] 141, hell.).
Compounds: Compp., e.g. δεκά-λιτρος worth ten pound (Epich., Sophr.), λιτρο-σκόπος money-changer (S. Fr. 1065).
Derivatives: λιτραῖος (AP, Gal.), also λιτρ-ιαῖος (Gal.; cf. Chantraine Form. 49) worth or containing a pound ; λιτρίζω weigh or deliver by weight with λιτρισμός (pap.); also λιτρασμός libratio (Gloss.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] WMed.
Etymology: Mediterranean word, originating from Sicily and identical with Lat. lībra balance, pound. As common basic form one postulates *līÞrā; on the phonetics Schulze KZ 33, 223f. (= Kl. Schr. 276f.), Schwyzer 206, Pariente Emer. 20, 389ff. The alternative short ι in λίτρα, which would be Doric after Hdn. Gr. 2, 546, 12, is unexplained. Details in W.-Hofmann s. lībra. - Fur. 182 compares λιδρίον τρύβλιον H.

Middle Liddell

λίτρα, ἡ,
a silver coin of Sicily, Lat. libra:—as a weight, 12 ounces, a pound, Anth.:—metaph., λίτρᾰν ἐτῶν ζήσας having lived a pound of years, i. e. 72 (for a pound of gold was coined into 72 pieces), Anth.

Frisk Etymology German

λίτρα: {lítra}
Grammar: f.
Meaning: Pfund, als Gewicht und Münze, als sizil. Silbergeld = eine halbe Mine od. 50 Drachmen (Epich., Sophr., [Simon.] 141, hell. u.sp.).
Composita: Kompp., z.B. δεκάλιτρος ‘zehn Pf. wert’ (Epich., Sophr. u. a.), λιτροσκόπος Geldwechsler (S. Fr. 1065).
Derivative: Davon λιτραῖος (AP, Gal.), auch λιτριαῖος (Gal.; vgl. Chantraine Form. 49) ‘ein Pfund wert od. enthaltend'; λιτρίζω abwiegen, verabfolgen nach Gewicht mit λιτρισμός (Pap.); auch λιτρασμός libratio (Gloss.).
Etymology: Mittelmeerwort, aus Sizilien stammend und mit lat. lībra Waage, Pfund identisch. Als gemeinsame Grundform ist ein spirantisches *līþrā anzusetzen; zum Lautlichen usw. Schulze KZ 33, 223f. (= Kl. Schr. 276f.), Schwyzer 206, Pariente Emer. 20, 389ff. Die alternative Kürze des ι in λίτρα, die nach Hdn. Gr. 2, 546, 12 dorisch sein soll, ist nicht aufgeklärt. Weitere Einzelheiten m. Lit. bei W.-Hofmann s. lībra.
Page 2,131

Chinese

原文音譯:l⋯tra 利特拉
詞類次數:名詞(2)
原文字根:磅
字義溯源:一磅,銀幣,斤
出現次數:總共(2);約(2)
譯字彙編
1) 斤(1) 約19:39;
2) 一斤(1) 約12:3