λίτρα
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
ἡ,
A a silver coin of Sicily, Epich.9, Sophr.72, Diph.71, Posidipp. 8.—On its value v. Arist.Fr.476,510.
II as a weight, 12 ounces, a pound, [Simon.]141, Plb.21.43.19, D.S.14.116, Dsc.1.43, Plu. TG2, J.AJ14.7.1: metaph., λίτρᾰν ἐτῶν ζήσας having lived a pound of years, i.e. 72 (in late times a pound of gold was coined into 72 pieces), AP10.97 (Pall.).
III measure of capacity, = 1 Italic κοτύλη, Gal.6.287. [ῑ as in Lat. libra; written λείτρα in CIG2040.7 (Bosp.).] (Both λίτρα and Lat. libra prob. from early Italic *līprā.)
German (Pape)
[Seite 54] ἡ, das lateinische libra, nur dorisch, nach Poll. 9, 81 eine Silbermünze in Sicilien, B. A. 105, früher in Korinth gebräuchlich, = 1⅔ attische Obolen, nach Arist. bei Poll. 9, 80, = ὀβολὸς Αἰγιναῖος. – Als Gewicht 12 Unzen, in Rom aes librale, vgl. Simonds 39 (VI, 214) u. Pol. 22, 26. – Bei Pallad. 45 (X, 97) ἐτῶν λίτραν ζήσας, ein Pfund Jahre, das sind 72, denn aus einem Pfunde Gold wurden 72 Goldstücke in späterer Zeit geprägt. – Bei Sp. auch die Wage am Himmel.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
la livre, poids et monnaie :
1 livre de 12 onces (à Rome, as libralis);
2 monnaie d'argent sicilienne de 1,333 obole attique ou éginétique.
Étymologie: DELG terme médit. venant de Sicile, emprunté parallèlement par le lat. libra.
Russian (Dvoretsky)
λίτρα: ἡ (лат. libra) литра
1 сицилийская монета, равная эгинскому оболу = 12 οὐγκίαι Polyb.;
2 римск. единица веса, римск. фунт = 12 οὐγκίαι: λίτραν ἐτῶν ζήσας Anth. прожив фунт лет, т. е. 72 года (т. к. весовой фунт золота чеканился в форме 72 монет).
Greek (Liddell-Scott)
λίτρα: ἡ, ἀργυροῦν Σικελικὸν νόμισμα, Ἐπίχ. 5 Ahr., Σώφρων 26 Ahr., καὶ ἐν Ἀθήναις ἐν τῇ Νέᾳ Κωμῳδία, Δίφιλ. ἐν «Σικελικῷ» 1, Ποσείδιππ. ἐν «Γαλάτῃ» 2, Πολυδ. Δ΄, 173. - Ἡ λέξις λίτρα φαίνεται ἁπλῶς Σικελοελληνικὸς τύπος τοῦ Ρωμαϊκοῦ libra (ἴδε ἐν λέξ. ἐλεύθερος)· ἐπειδὴ τὸ Ἰταλικὸν νομισματικὸν σύστημα παρελήφθη ἐκ τῶν ἐν Σικελία Δωριέων (πρβλ. νοῦμμος)· Ἡ λίτρα λέγεται παρ’ Ἀριστ. (Ἀποσπ. 436, πρβλ. 467) ὡς δυναμένη Αἰγινήτην ὀβολὸν (τὸ Λατ. libra ἢ as), καὶ ὡς διαιρουμένη ὡς ουτος εἰς 12 οὐγκίας (unciae)· ἕτερα δὲ μέρη αὐτῆς ἦσαν τὸ ἡμίλιτρον (semis), πεντώγκιον (quincunx), τριᾶς (triens), τετρᾶς (quadrans), ἑξᾶς (sextans)· ὑπῆρχεν ὡσαύτως καὶ δεκάλιτρον = decussis ἢ denarius. Ἴδε Bentl. εἰς Φάλαριν σ. 427- 478, Βöckh Metrol. Untersuch. xxi, Mommsen R. H. 1. σ. 210 τῆς Ἀγγλ. μεταφρ. ΙΙ. ὡσαύτως, ὡς τὸ libra, ὡς βάρος, = 12 οὐγκίαις, λίτρα, Ψευδ-Σιμων. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 214, Πολύβ. 22. 26, 19· - μεταφορ., λίτρᾰν ἐτῶν ζήσας, δηλ. ζήσας ἔτη 72 (ἐπειδὴ ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις λίτρα χρυσοῦ ἐκόπτετο εἰς 72 νομίσματα), Ἀνθ. Π. 10. 97. 2) = λιτροδόκη, Φώτ. ΙΙΙ. παρὰ συγγραφεῦσι λίαν μεταγενεστ. = τῇ Λατ. Libra ἐν τῷ Ζωδιακῷ κύκλῳ. [ῑ, ὡς ἐν τῷ Λατ. libra· ἐντεῦθεν φέρεται λείτρα ἔν τινι τοῦ Βοσπ. ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2040. 7.]
English (Strong)
of Latin origin (libra); a pound in weight: pound.
English (Thayer)
λίτρας, ἡ, a pound, a weight of twelve ounces: Polybius 22,26, 19; Diodorus 14,116,7; Plutarch, Tib. et G. Grac. 2,3; Josephus, Antiquities 14,7, 1; others.)
Greek Monolingual
η (AM λίτρα)
νεοελλ.
1. παλαιά ονομασία του λίτρου
2. βυζαντινή μονάδα βάρους τών νομισμάτων της αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια
νεοελλ.-μσν.
βενετικό νόμισμα ίσο με το 1 / 6 του δουκάτου
μσν.
μονάδα επιφανείας ίση με το 1 / 40 του μοδίου
μσν.-αρχ.
ρωμαϊκό μέτρο βάρους ίσο με 12 ουγγιές
αρχ.
1. αργυρό σικελικό νόμισμα
2. μέτρο χωρητικότητας ίσο με μία ιταλική κοτύλη
3. (κατά τον Φώτ.) η λιτροδόκη
4. ο αστερισμός του Ζυγού
5. φρ. «λίτραν ἐτῶν ζήσας» — λεγόταν για κάποιον που έζησε 72 χρόνια (διότι από μία λίτρα χρυσού κόβονταν 72 χρυσά νομίσματα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεσογειακή λ., πιθ. από τη Σικελία, που ανάγεται σε τ. līprā. Εκ παραλλήλου με την Ελληνική, τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή lībra.
ΠΑΡ. αρχ. λιτραίος, λιτριαίος, λιτρίζω.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. λιτροδόκη, λιτροσκόπος
μσν.
λιτροβουλής, λιτρόμηλον. (Β' συνθετικό) αρχ. δεκάλιτρος, ημιλίτριον, ημίλιτρον, πεντάλιτρος.
Greek Monotonic
λίτρα: ἡ, αργυρό Σικελικό νόμισμα, Λατ. libra· ως μονάδα βάρους, 12 ουγγιές, μία λίβρα, σε Ανθ.· μεταφ., λίτρᾰν ἐτῶν ζήσας, έχοντας ζήσει 72 χρόνια (επειδή στα μεταγεν. χρόνια η λίβρα χρυσού κοβόταν σε 72 κομμάτια), στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: pound, as weight and coin, as Sicil. silvermoney = a half mina or 50 drachmes (Epich., Sophr., [Simon.] 141, hell.).
Compounds: Compp., e.g. δεκά-λιτρος worth ten pound (Epich., Sophr.), λιτρο-σκόπος money-changer (S. Fr. 1065).
Derivatives: λιτραῖος (AP, Gal.), also λιτρ-ιαῖος (Gal.; cf. Chantraine Form. 49) worth or containing a pound ; λιτρίζω weigh or deliver by weight with λιτρισμός (pap.); also λιτρασμός libratio (Gloss.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] WMed.
Etymology: Mediterranean word, originating from Sicily and identical with Lat. lībra balance, pound. As common basic form one postulates *līÞrā; on the phonetics Schulze KZ 33, 223f. (= Kl. Schr. 276f.), Schwyzer 206, Pariente Emer. 20, 389ff. The alternative short ι in λίτρα, which would be Doric after Hdn. Gr. 2, 546, 12, is unexplained. Details in W.-Hofmann s. lībra. - Fur. 182 compares λιδρίον τρύβλιον H.
Middle Liddell
λίτρα, ἡ,
a silver coin of Sicily, Lat. libra:—as a weight, 12 ounces, a pound, Anth.:—metaph., λίτρᾰν ἐτῶν ζήσας having lived a pound of years, i. e. 72 (for a pound of gold was coined into 72 pieces), Anth.
Frisk Etymology German
λίτρα: {lítra}
Grammar: f.
Meaning: Pfund, als Gewicht und Münze, als sizil. Silbergeld = eine halbe Mine od. 50 Drachmen (Epich., Sophr., [Simon.] 141, hell. u.sp.).
Composita: Kompp., z.B. δεκάλιτρος ‘zehn Pf. wert’ (Epich., Sophr. u. a.), λιτροσκόπος Geldwechsler (S. Fr. 1065).
Derivative: Davon λιτραῖος (AP, Gal.), auch λιτριαῖος (Gal.; vgl. Chantraine Form. 49) ‘ein Pfund wert od. enthaltend'; λιτρίζω abwiegen, verabfolgen nach Gewicht mit λιτρισμός (Pap.); auch λιτρασμός libratio (Gloss.).
Etymology: Mittelmeerwort, aus Sizilien stammend und mit lat. lībra Waage, Pfund identisch. Als gemeinsame Grundform ist ein spirantisches *līþrā anzusetzen; zum Lautlichen usw. Schulze KZ 33, 223f. (= Kl. Schr. 276f.), Schwyzer 206, Pariente Emer. 20, 389ff. Die alternative Kürze des ι in λίτρα, die nach Hdn. Gr. 2, 546, 12 dorisch sein soll, ist nicht aufgeklärt. Weitere Einzelheiten m. Lit. bei W.-Hofmann s. lībra.
Page 2,131
Chinese
原文音譯:l⋯tra 利特拉
詞類次數:名詞(2)
原文字根:磅
字義溯源:一磅,銀幣,斤
出現次數:總共(2);約(2)
譯字彙編:
1) 斤(1) 約19:39;
2) 一斤(1) 約12:3