προμετωπίδιον
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Russian (Dvoretsky)
προμετωπίδιον: (ῐδ) τό
1 лобная часть: προμετωπίδια ἵππων Her. конские лбы (кожи, снятые с верхней части головы лошадей и надевавшиеся эфиопами как шлемы);
2 налобник (часть конской брони или упряжи) (προμετωπίδια καὶ προστερνίδια Xen.).
German (Pape)
τό, die vordere od. obere Stirn; bei Her. 7.70 ἵππων προμετωπίδια die abgezogene Haut des Pferdekopfes.