ἀτόλμως
From LSJ
χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good
French (Bailly abrégé)
adv.
sans hardiesse, timidement.
Étymologie: ἄτολμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀτόλμως:
1 несмело, боязливо, нерешительно (χρῆσθαι τοῖς καιροῖς Polyb.);
2 малодушно (ἐγκαταλιπεῖν τι Plut.).