ταχυπέτης

Revision as of 10:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ες, or τᾰχῠ-πετής, ές, (πέτομαι)

   A flying fast, Suid. s.v. ὠκύπτερον.

German (Pape)

[Seite 1076] ες, schnell fliegend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠπέτης: -ες, ἢ πετής, ές, (πέτομαι) ὁ ταχέως πετόμενος, Σουΐδ., Εὐστ.· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ταύτης ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. 1. σ. 313 κἑξ., ἀλλ’ ἴδε καὶ σ. 309 κἑξ.