ταχυπέτης
English (LSJ)
ες, or τᾰχῠ-πετής, ές, (πέτομαι)
A flying fast, Suid. s.v. ὠκύπτερον.
German (Pape)
[Seite 1076] ες, schnell fliegend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠπέτης: -ες, ἢ πετής, ές, (πέτομαι) ὁ ταχέως πετόμενος, Σουΐδ., Εὐστ.· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ταύτης ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. 1. σ. 313 κἑξ., ἀλλ’ ἴδε καὶ σ. 309 κἑξ.