ἀντεπερείδομαι
English (LSJ)
A obnitor, Gloss.
German (Pape)
[Seite 247] sich gegen etwas stämmen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπερείδομαι: μέσ., ἀντιτείνω, διισχυρίζομαι ἐναντίον τινός, Γλωσσ., Λατ. obnitor.
A obnitor, Gloss.
[Seite 247] sich gegen etwas stämmen, Sp.
ἀντεπερείδομαι: μέσ., ἀντιτείνω, διισχυρίζομαι ἐναντίον τινός, Γλωσσ., Λατ. obnitor.