πυρίδαπτος
English (LSJ)
ον, (δάπτω) devoured by fire, A.Eu.1041 (lyr.).
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρίδαπτος -ον [πῦρ, δάπτω] door vuur verteerd.
Russian (Dvoretsky)
πῠρίδαπτος: (ῐ) пожираемый огнем (λαμπάς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίδαπτος: -ον, (δάπτω) ὁ ὑπὸ τοῦ πυρὸς καταναλωθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1041.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καταναλώθηκε από τη φωτιά («περιδάπτῳ λαμπάδι τερπόμεναι καθ' ὁδόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + -δαπτος (< δάπτω «καταβροχθίζω»), πρβλ. Ηφαιστό-δαπτος].
Greek Monotonic
πῠρίδαπτος: -ον (δάπτω), αυτός που καταστρέφεται από τη φωτιά, σε Αισχύλ.