καταμήνια

From LSJ
Revision as of 15:51, 9 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.

Greek Monolingual

τα
βλ. καταμήνιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταμήνια -ων, τά [κατά, μήν] menstruatie. Hp.

Russian (Dvoretsky)

καταμήνια: τά менструации Arst., Plut.