καταμήνια
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Greek Monolingual
τα
βλ. καταμήνιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταμήνια -ων, τά [κατά, μήν] menstruatie. Hp.
Russian (Dvoretsky)
καταμήνια: τά менструации Arst., Plut.