καλλίπωλος

Revision as of 11:13, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

English (LSJ)

ον, with beautiful steeds, Pi.O.14.1.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Rossen, ἕδρα Pind. Ol. 14, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux beaux poulains.
Étymologie: καλός, πῶλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίπωλος -ον [καλός, πῶλος] met mooie veulens.

Russian (Dvoretsky)

καλλίπωλος: славящийся красивыми жеребцами (ἕδρα, sc. Ὀρχομενός Pind.).

English (Slater)

καλλῐπωλος, -ον with fine horses ναίετε καλλίπωλον ἕδραν, Χάριτες Orchomenos (O. 14.2)

Greek Monolingual

καλλίπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πωλος (< πῶλος «πουλάρι»), πρβλ. κλυτό-πωλος, ταχύ-πωλος].

Greek Monotonic

καλλίπωλος: -ον, αυτός που έχει όμορφα άλογα ιππασίας, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπωλος: -ον, ἔχων ὡραίους πώλους, Πίνδ. Ο. 14. 2.

Middle Liddell

καλλί-πωλος, ον
with beautiful steeds, Pind.