ον,
A hard to understand. Sch.E.Ph.30.
[Seite 677] schwer einzusehen, Schol. Eur. Phoen. 30.
δυσδιανόητος: -ον, δυσκόλως ἐννοούμενος, δυσνόητος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 30.