δυσνόητος
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
δυσνόητον,
A hard to be understood, Dariusap. D.L. 9.13, 2 Ep.Pet.3.16; χρησμοί Luc.Alex.54.
II Act., slow of understanding, Vett.Val.345.26.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de entender λόγος D.L.9.13, cf. 2Ep.Petr.3.16, χρησμοί Luc.Alex.54, τὰ ... πάντα μεγάλα καὶ ἔνδοξά ἐστι καὶ δυσνόητα τοῖς ἀνθρώποις Herm.Sim.9.14.4.
2 de pers. lento de comprensión, torpe εἰς τὸ ἀναγιγνώσκειν Vett.Val.331.33.
II adv. δυσνοήτως = con dificultad, torpemente πάνυ δ. φέρῃ περὶ τὰς Γραφάς Adam.Dial.44.
German (Pape)
[Seite 684] schwer einzusehen zu begreifen; χρησμός Luc. Alex. 54; D. L. 9, 13; N.T.
Russian (Dvoretsky)
δυσνόητος: трудный для понимания, неудобопонятный (χρησμός Luc.; λόγος Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσνόητος: -ον, δυσκολονόητος, λόγος Δαρεῖος παρὰ Διογ. Λ. 9. 13. 2) ἀδιανόητος, ἀκατανόητος, ἄτοπος, Ἀριστ. Φυτ. 1. 1, 11.
English (Strong)
from δυσ- and a derivative of νοιέω; difficult of perception: hard to be understood.
English (Thayer)
(δυσφημέω) δυσφήμω: (present passive δυσφημοῦμαι); (δύσφημος); to use ill words, defame; passive robe defamed, T WH Tr marginal reading (Aeschylus Agam. 1078 down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσνόητος, -ον)
1. αυτός που γίνεται δύσκολα κατανοητός
2. αυτός που δύσκολα εννοεί κάτι.
Chinese
原文音譯:dusnÒhtoj 低士-挪誒拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:難-心思(的)
字義溯源:難明白的;由(δυσ)*=難)與(νοέω)=理解)組成;而 (νοέω)出自(νοῦς)*=悟性)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 難明白的(1) 彼後3:16