πολυπρηγμονέω
English (LSJ)
Ion. for πολυπραγμονέω.
German (Pape)
[Seite 670] ion. = πολυπραγμονέω.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπρηγμονέω: Ἰων. ἀντὶ πολυπραγμονέω.
Ion. for πολυπραγμονέω.
[Seite 670] ion. = πολυπραγμονέω.
πολυπρηγμονέω: Ἰων. ἀντὶ πολυπραγμονέω.