πολυπρηγμονέω
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
Ion. for πολυπραγμονέω.
German (Pape)
[Seite 670] ion. = πολυπραγμονέω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πολυπραγμονέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπρηγμονέω Ion. voor πολυπραγμονέω.
Russian (Dvoretsky)
πολυπρηγμονέω: ион. = πολυπραγμονέω.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπρηγμονέω: Ἰων. ἀντὶ πολυπραγμονέω.
Greek Monotonic
πολυπρηγμονέω: Ιων. αντί πολυπραγμονέω.