αἰπολικός

Revision as of 12:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ή, όν, of or for goatherds, θάημα Theoc.1.56; τρύπανον Call.Fr.412; σύριγγες AP12.128 (Mel.), cf. 9.217 (Muc. Scaev.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
propio del cabrero, de cabrero de cosas θάημα Theoc.1.56, τρύπανον Call.Fr.689, χείρ AP 9.217 (Muc.Scaeu.), σύριγγες AP 12.128 (Mel.), ἀφθονία Longus 3.18.3
de pers. que guarda cabras Νύμφαι Orph.H.51.12
subst. ὁ αἰ. cabrero de Polifemo, Posidipp.Epigr.Fr.Pap.3.35.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de chevrier.
Étymologie: αἰπόλος.

German (Pape)

ziegenhirtlich, σύριγγες Mel. 27 (XII.128); sp.D.

Russian (Dvoretsky)

αἰπολικός: пастушеский (σύριγγες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰπολικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος αἰπόλῳ, Ἀνθ. Π. 12. 128, πρβλ. 9. 217.

Greek Monotonic

αἰπολικός: -ή, -όν (αἰπόλος), αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για αιγοβοσκός σε Ανθ.

Middle Liddell

αἰπόλος
of or for goatherds, Anth.