ἀφθονία
Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέων → Senum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit
English (LSJ)
ἡ,
A freedom from envy or grudging, liberality, πᾶσαν προθυμίαν καὶ ἀφθονίαν εἴχομεν ἀλλήλους διδάσκειν Pl.Prt.327b.
II of things, plenty, abundance, Pi.N.3.9; τῶν ὠφελούντων Pl.Ap.24e, cf. 23c; ἀφθονία κακῶν Men.589; ἀφθονίας οὔσης ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἢ ὑπὲρ τῶν δημοσίων ὀργίζεσθαι = abundant reasons that all of us have for anger on personal grounds, or in the interest of the public / abundance of matter for... Lys.12.2; ὥστ' ἀφθονία τὴν ἔνθεσιν ἦν ἄρδονθ' ἁπαλὴν καταπίνειν = ’til it was soft and gulped it down, Telecl.1.10; τοσαύτην ἀφθονίαν κατηγοριῶν D.21.102; εἰς ἀφθονίαν = in abundance, X.An.7.1.33; opp. ἀφορία, Id.Smp.4.55: pl., καρπῶν ἀφθονίησι Emp.78.
III = κακία, Hsch.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀφθονίη Emp.B 78, GDRK 60
I 1abundancia, gran número εἰς ἀφθονίαν ... σιτία καὶ ποτά comida y bebida en abundancia X.An.7.1.33, op. ἀπορία Isoc.12.90, cf. GDRK l.c., gener. c. gen. μήτιος Pi.N.3.9, καρπῶν Emp.l.c., ἀνθρώπων Pl.Ap.23c, τῶν ὠφελούντων Pl.Ap.24e, δίκης Pl.Lg.713e, καρποῦ μὲν ἀφθονίαν, φρενῶν δὲ ἀφορίαν X.Smp.4.55, ἱερείων X.Cyr.1.4.17, ἀφθονίαν ... συνεξαμαρτάνειν βουλομένων Isoc.15.224, κακῶν Men.Fr.623.3, κατηγοριῶν D.21.102, cf. 8.67, 20.26, ναυτῶν Arist.Pol.1327b12, σίτου Plb.2.15.1, παραδειγμάτων Plu.2.768b, τροφῶν D.C.60.11.1.
2 generosidad, esplendidez πᾶσι τοῖς φίλοις ... ἐπιδεικνύω ἀφθονίαν X.Smp.4.43, δι' ἀφθονίας καὶ ἀζηλίας Clem.Al.Strom.2.18.87
•c. inf. gran posibilidad o disposición προθυμίαν καὶ ἀφθονίαν εἴχομεν ἀλλήλους διδάσκειν Pl.Prt.327b, ἀφθονίας οὔσης ... ὀργίζεσθαι Lys.12.2, ἀφθονία ἦν ... καταπίνειν Telecl.1.10.
II ingenuidad, falta de malicia εὑροῦσα ... αἰπολικὴν ἀφθονίαν al encontrar una rústica ingenuidad de Dafnis, Longus 3.18.3, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 410] ἡ, Neidlosigkeit, Bereitwilligkeit, καὶ προθυμία Plat. Prot. 327 b. Gew Überfluß, reichlicher Vorrath, Pind. N. 3, 9; Plat. Apol. 23 c u. öfter; ἀφθονίαν ἔχειν τινός, dem σπανίζειν entgegengesetzt, Xen. Cyr. 8, 6, 23; εἰς ἀφθονίαν, reichlich, An. 7, 1, 33.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 absence d'envie;
2 état dans lequel on n'a rien à envier ; abondance ; ἀφθονίαν ἔχειν τινῶν XÉN avoir certaines choses en abondance ; εἰς ἀφθονίαν XÉN en abondance.
Étymologie: ἄφθονος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφθονία: ἡ
1 отсутствие зависти, готовность служить, благожелательность (προθυμία καὶ ἀ. Plat.);
2 изобилие, множество, полнота (τᾶς ἀοιδᾶς Pind.; τῶν ὠφελούντων Plat.): εἰς ἀφθονίαν Xen. в изобилии; πολλῆς ἀφθονίας οὔσης ὀργίζεσθαι Lys. ввиду множества поводов к негодованию.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφθονία: ἡ, ἔλλειψις φθόνου, ἕξις ψυχῆς μὴ φθονούσης, πᾶσαν προθυμίαν καὶ ἀφθονίαν εἴχομεν ἀλλήλους διδάσκειν Πλάτ. Πρωτ. 327Β, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 474· ὥστ’ ἀφθονία τὴν ἔνθεσιν ἦν... καταπίνειν Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφικτύοσιν» 1. 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀφθονία, δαψίλεια, Πίνδ. Ν. 3. 14, Πλάτ. Ἀπολ. 23C, 23Ε· ἀφθονίας οὔσης ὀργίζεσθαι, ἄφθονος ὕλη πρός.., Λυσ. 120. 20· τοσαύτην ἀφθονίαν... κατηγοριῶν Δημ. 547. 26· εἰς ἀφθονίαν, ἀφθόνως, δαψιλῶς, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 33· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφορία, ὁ αὐτ. Συμπ. 4. 55.
English (Slater)
ἀφθονία abundance (ἀοιδάν)· τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο (N. 3.9)
Greek Monolingual
η (AM ἀφθονία) άφθονος
πλήθος, περίσσεια, υπερεπάρκεια
αρχ.
1. (κυρίως για προϊόντα) άφθονη παραγωγή, σε αντίθεση με την αφορία
2. το να μην αισθάνεται κανείς φθόνο για κάποιον ή κάτι.
Greek Monotonic
ἀφθονία: ἡ,
I. ελευθερία από φθόνο ή τσιγγουνιά, ετοιμότητα, σε Πλάτ.
II. λέγεται για πράγματα, αφθονία, πληθώρα, πλούτος, σε Πίνδ., Πλάτ.
Middle Liddell
[From φθονέω
I. freedom from envy or grudging, readiness, Plat.
II. of things, plenty, abundance, Pind., Plat.
Chinese
原文音譯:¢diafqor⋯a 阿-笛阿-弗拖里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:不-經過-敗壞
字義溯源:不腐朽,純正,正直,直;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(διαφθείρω)=全然敗壞)組成,而 (διαφθείρω)又由(διά)*=經過)與(φθείρω)*=毀壞)組成。註:正直;和合本原文採用 (ἀφθορία) 欽定本原文則用 (ἀφθονία / ἀφθορία / ἀδιαφθορία);兩者字義均為正直。這字僅在( 多2:7)使用一次
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 直(1) 多2:7
English (Woodhouse)
abundance, generosity, munificence, in giving
Translations
generosity
Arabic: كَرَم, سَخَاء; Egyptian Arabic: كرم; Aromanian: bunãtati; Belarusian: шчодрасць; Bulgarian: щедрост; Catalan: generositat; Chinese Mandarin: 慷慨, 寬厚/宽厚, 大方; Czech: štědrost; Danish: generøsitet, storsind, storladenhed; Dutch: gulheid, vrijgevigheid, genereusheid; Esperanto: malavaro, grandanimeco; Finnish: anteliaisuus, avokätisyys; French: générosité, bonté; Galician: xenerosidade; Georgian: სულგრძელობა, დიდსულოვნება, გულუხვობა, ხელგაშიშლობა; German: Großzügigkeit, Generosität, Großmut; Greek: γενναιοδωρία; Ancient Greek: ἀγαθοδοσία, ἀγαθωσύνη, ἁπλότης, αὐτοφιλοτίμημα, ἀφειδία, ἀφθονία, ἀφθονίη, γενναιότης, δαψίλεια, δωροδοσία, ἐλευθερία, ἐλευθεριότης, κοινωνία, μεγαλοδωρεά, μεγαλόνοια, μεγαλοπρέπεια, μεγαλουργία, πολυδωρία, τὸ δαψιλές, τὸ δωρητικόν, τὸ εὐμετάδοτον, τὸ κοινωνικόν, τὸ μεγαλόδωρον, τὸ φιλόδωρον, τὸ χαριστικόν, φιλοδωρία, χύμα; Hungarian: nagylelkűség, bőkezűség; Irish: mórchroí, móraigeantacht, gart; Italian: generosità, bontà, abnegazione, magnanimità; Japanese: 気前, 気前のよさ, 寛大さ; Kurdish Central Kurdish: بھخشندھگی; Latin: largitas; Occitan: generositat; Old Occitan: largetat; Polish: hojność, szczodrość; Portuguese: generosidade; Romanian: generozitate, bunătate; Russian: щедрость, великодушие; Serbo-Croatian Cyrillic: велико̀душно̄ст, дарѐжљиво̄ст; Roman: velikòdušnōst, darèžljivōst; Slovak: štedrosť; Spanish: generosidad; Swahili: ukarimu; Swedish: generositet; Telugu: సద్వినియోగము; Turkish: âlicenaplık, cömertlik; Ukrainian: щедрість