τρισάνθρωπος

Revision as of 11:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, thrice a man, used by Diogenes cynically for τρισάθλιος, D.L.6.47.

German (Pape)

ὁ, dreifach Mensch, statt τρισάθλιος sagt Diogenes bei DL. 6.47.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάνθρωπος: трижды человеческий, т. е. глубоко несчастный Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάνθρωπος: ὁ, τρὶς ἄνθρωπος, λεγόμενον ὑπὸ τοῦ Διογένους κυνικῶς ἀντὶ τρισάθλιος, Διογ. Λ. 6. 47.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που έχει καλλιεργημένες πάρα πολύ τις ανθρώπινες ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄνθρωπος.