τρισάθλιος
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
α, ον, thrice-unhappy, S.OC372, Ar.Pax242, Men. Pk.150, Mis.40, Fr.302, etc.: also in late Prose, as Luc.Gall.24, Theo Sm.p.100 H.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
trois fois malheureux, très malheureux.
Étymologie: τρίς, ἄθλιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισάθλιος -α -ον [τρίς, ἄθλιος] soms los τρὶς ἄθλιος, driedubbel ongelukkig.
German (Pape)
dreimal, d.i. sehr unglücklich, Soph. O.C. 373 und Sp., wie Luc. Gall. 24; auch getrennt geschrieben.
Russian (Dvoretsky)
τρῐσάθλιος: трижды, т. е. крайне несчастный Soph., Arph., Men., Luc.
Greek Monolingual
-α, -ο / τρισάθλιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
τρεις φορές δυστυχισμένος, αξιολύπητος, δυστυχέστατος (α. «ταπεινότατη σού γέρνει / η τρισάθλια κεφαλή», Σολωμ.
β. «εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν ἔρις κακή», Σοφ.)
νεοελλ.
1. κακοηθέστατος
2. φρ. «ελεεινός και τρισάθλιος» — κατώτατης ποιότητας από κάθε άποψη.
επίρρ...
τρισαθλίως ΝΜΑ, και τρισάθλια Ν
με τρόπο που προκαλεί τον οίκτο
νεοελλ.
ελεεινότατα, κακοηθέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄθλιος.
Greek Monotonic
τρισάθλιος: -α, -ον, πανάθλιος, τρεις φορές δυστυχισμένος, σε Σοφ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
τρισάθλιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς ἄθλιος, πανάθλιος, Σοφ. Ο. Κ. 372, Ἀριστοφ. Εἰρ. 242, Μένανδρος ἐν «Κυβερνήταις» 2, κλπ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.