ἀπρόρρητος

Revision as of 11:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἀπρόρρητον, not foretold, Pl.Lg. †68e, as Ast for ἀπόρρητος.

Spanish (DGE)

-ον
que no se puede predecir πάντα τὰ περὶ ταῦτα ἀπρόρρητα μὲν λεχθέντα οὐκ ἄν ὀρθῶς λέγοιτο Pl.Lg.968e.

German (Pape)

nicht vorhergesagt, Plat. Legg. XII.968e, nach Asts Verbesserung für ἀπόρρητα.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόρρητος: не предсказанный (Plat. - v.l. к ἀπόρρητος).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόρρητος: -ον, ὁ μὴ προρρηθείς, Πλάτ. Νόμ. 968Ε, κατὰ τὸν Ast ἀντὶ ἀπόρρητος.

Greek Monolingual

ἀπρόρρητος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει προλεχθεί.