παιγνίδιον
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
παιγνίδιον: τό, παιδιά, κωμικὴ παράστασις, Λέων Γραμμ. 531, 360, 14, Λεόντ. Κύπρ. 1716C, Μαλαλ. 314, 16.
παιγνίδιον: τό, παιδιά, κωμικὴ παράστασις, Λέων Γραμμ. 531, 360, 14, Λεόντ. Κύπρ. 1716C, Μαλαλ. 314, 16.