παράστασις

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράστᾰσις Medium diacritics: παράστασις Low diacritics: παράστασις Capitals: ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: parástasis Transliteration B: parastasis Transliteration C: parastasis Beta Code: para/stasis

English (LSJ)

παραστάσεως, ἡ,
I (παρίστημι) putting aside, removal, esp. relegation, banishment, παραστάσεις εἰς ἱερὰ ἐπὶ τὰ τῆς χώρας ἔσχατα Pl.Lg.855c; ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις αὐτῶν, i.e. to ostracize them, Arist.Pol. 1308b19; παράστασις· φυγή, καὶ τὸ φυγαδεῦσαι παραστήσασθαι, Hsch.
2 display, exposure for sale, Arist.Pol.1258b23.
3 generally, setting forth, exhibition, manifestation, εἰς τύπωσιν καὶ παράστασιν Phld.Rh.2.34 S.; πρὸς παράστασίν τινος = placing before one, representation, Arr.Epict.2.19.1, Corn. ND12, Sor.Vit.Hp. 12, cf. Porph.Antr.4, Procl. in Prm.p 504 S., Dam. Pr.46, 301; κατὰ ἀπόφασιν ὧν οὐκ ἔστιν, οὐ κατὰ παράστασιν ὧν ἐστι προσηγόρευται Porph.Sent.19.
b εἰς παράστασιν τινός = in proof of, Gal.1.149.
4 placing beside, D.C.42.48.
5 production in court, etc., παράστασις προσώπων POxy.1033.17 (iv A. D.).
6 ἡ παράστασις τῶν δημοσίων the provision of public sacrificial victims, i.e. the revenues earmarked for that purpose, SIG562.68 (Paros, iii B. C.).
II (παρίσταμαι) intr., being beside:
1 position or post near a king, X.Cyr.8.4.5.
2 arrival, visit, στρατηγοῦ POxy. 2139 (ii/iii A. D.).
3 assistance, succour, JHS37.101 (Lydia, ii A. D.); manifestation of divinity, SIG695.12 (Magn. Mae., ii B. C.); αἱ τῶν εἰδώλων παραστάσεις Placit.5.2.1.
4 proximity, presence, Dam. Pr.145,394; ἀνάγκης παράστασις Phld.Acad.Ind.p.54 M.
5 room, space for standing, οὐχ ἕξει π. Ph.Bel.85.3, cf. D.S.20.91: in plural, free spaces adjoining a line of wall, SIG1182.5,10(= 936 note, Ephesus, iii B.C.).
6 pomp, magnificence, LXX 1 Ma. 15.32.
7 mental excitement, ardour, exaltation, μεγίστη παράστασις εἶχέ τινας, ὡς δικαίως πράττοντας Plb.5.9.6; μετὰ παραστάσεως ἠσπάζετο Id.10.5.4.
b desperate courage, ὁρμὴ καὶ παράστασις Id.3.63.14; μετὰ παραστάσεως ἠγωνίζοντο Id.16.33.2; ἡ ἐν ταῖς βασάνοις παράστασις τῆς ψυχῆς D.S.10.17, cf. J.BJ2.20.7.
c fury, desperation, τὸ λυποῦν ἤγαγ' ἐς παράστασιν Antiph.104, cf. Plb.8.21.4, 9.40.4; ἡ παράστασις τῆς διανοίας Id.3.84.9.
d propensity, desire, ψυχῆς πονηρᾶς δυσσεβὴς παράστασις Men.540.8; ἄλογος παράστασις Epicur.Ep. 1p.30U.; παράστασις πρός τινα Id.Fr.138; παράστασις ψυχῆς πρὸς ἐλευθερίαν D.S.33.16; impulse, Plu.2.589a; ἡ παράστασις τῆς ψυχῆς, as Glossaria on λῆμα, Ps.-Hdn.Gr. post Moer.p.470 P.
III as law-term, money deposit, court fee on entering certain public suits, And.1.120, Is.3.47, Dem.Phal.Fr.7 J.; π., μία δραχμή Men.327, cf. Com.Adesp.778, Harp. s.v.

German (Pape)

[Seite 499] ἡ, 1) das Danebenstellen, Dabeistellen, Darstellen, Sp.; bes. Auseinandersetzung, Beweisführung, Hippocr. u. Sp. – 2) in der attischen Gerichtssprache die Drachme, welche die Processirenden zu Anfang der Verhandlung für die Vorladung entrichten mußten; εὐθὺς ἔθηκα παράστασιν, Andoc. 1, 120; παράστασις τίθεται τῶν εἰσαγγελιῶν, Is. 3, 47; vgl. Harpocr. – 3) das Ausstellen u. Feilhaben der Waaren beim Kleinhändler, Höker, Arist. Pol. 1, 4, 2. – 4) das Entfernen, die Verbannung, ἐπὶ τὰ τῆς χώρας ἔσχατα, Plat. Legg. IX, 855 d; ἀπ οδημητικαί, Arist. pol. 5, 8. – 5) intrans., das Danebenstehen, die Gegenwart; besonders – a) Geistesgegenwart, Entschlossenheit, Kühnheit; ἠγωνίζοντο μετὰ παραστάσεως, Pol. 16, 33, 2, öfter; ἐπί τινι, Vertrauen, 5, 9, 6. Bei D. L. 10, 22 in einem Briefe des Epicur. übstzt Cic. voluntas. – Aber auch das Außersichsein, die Begeisterung, Entzückung; vor Freude, καὶ ἐνθουσιασμός, Pol. 8, 23, 4. 10, 5, 4; vor Trauer, Antiphan. bei Stob. Flor. 108, 28; u. am häufigsten vor Wahnsinn, τῆς διανοίας, Pol. 3, 84, 9. 5, 48, 7 u. Sp. – b) auch was die Seele im Schlafe od. Wachen sich vorstellt, Vorstellung, Meinung, Einfall, Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de s'établir auprès ; place, installation, résidence auprès de qqn.
Étymologie: παρίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράστασις -εως, ἡ [παρίστημι] het verplaatsen, het plaatsen naast verwijdering, verbanning:. ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις αὐτῶν hun verwijdering naar het buitenland bewerkstelligen Aristot. Pol. 1308b19. het uitstallen; het te koop aanbieden. waarborgsom, borg:. ἔθηκα παράστασιν ik betaalde de borgsom And. 1.120. het naast zich laten zitten, positie (bij de koning).

Russian (Dvoretsky)

παράστᾰσις: εως ἡ
1 удаление, изгнание, ссылка (ἐπὶ τὰ τῆς χώρας ἔσχατα Plat.);
2 выставление на продажу, тж. лавочная торговля: ναυκληρία, φορτηγία, π. Arst. торговля морская, сухопутная и лавочная, т. е. розничная;
3 стояние возле: ἕδρα καὶ π. Xen. распределение сидячих и стоячих мест (среди приближенных персидского царя);
4 стойкость, выдержка, самообладание (ἀγωνίζεσθαι μετὰ παραστάσεως Polyb.);
5 восторг, бурная радость (μετὰ παραστάσεως ἀσπάζεσθαί τινα Polyb.); воодушевление (π. καὶ ἐνθουσιασμός Polyb.);
6 помрачение (τῆς διανοίας Polyb.);
7 тяготение, склонность (πρὸς ἐλευθερίαν Diod.);
8 юр. судебный сбор или залог (в размере одной драхмы, взыскивавшийся с тяжущихся) Isae.

Greek (Liddell-Scott)

παράστᾰσις: -εως, ἡ, Ι. (παρίστημι) τὸ ἱστάναι τινὰ κατὰ μέρος, ἢ μακράν, τὸ ἀπωθεῖν τινα ἢ ἐξορίζειν, relegatio, π. ἐπὶ τὰ τῆς χώρας ἔσχατα Πλάτ. Νόμ. 855C· ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς π. αὐτῶν, δηλ. ἐξοστρακίζειν αὐτούς, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 12· «παράστασις· φυγή, καὶ τὸ φυγαδεύειν παραστήσασθαι» Ἡσύχ. 2) τὸ ἐκτιθέναι πράγματα πρὸς πώλησιν, «λιανικὴ» πώλησις, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 11, 3. 3) μεταφορ., τὸ παριστάνειν ἐνώπιόν τινος, παράστασις, ἐξήγησις, ἀπόδειξις, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 1. 4) διορισμός, δι’ ἐπιτροπῆς καὶ π. τινος Συλλ. Ἐπιγρ. 8716. ΙΙ. (παρίσταμαι) ἀμετάβ., τὸ ἵστασθαι πλησίον: 1) θέσις τινὸς πλησίον βασιλέως, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 5· - ὡσαύτως πομπώδης ἐξωτερικὴ ἐπίδειξις, μεγαλοπρέπεια, Ἑβδ. (Α’ Μακκ. ΙΕ΄, 32)· ἡ δημοσία ἐμφάνισις τοῦ αὐτοκράτορος καὶ τῆς ἀκολουθίας αὐτοῦ, Βυζ.. - ὡσαύτως ἐμφάνισις, ἐν δικαστηρίῳ, Πανδέκτ. 2) τὸ ἐν τῇ ψυχῇ παρόν, = τὸ τῇ ψυχῇ παριστάμενον, κρίσις, σκέψις, Πολύβ. 5. 9, 6. β) ἑτοιμότης πνεύματος, ἀταραξία, θάρρος, ὁ αὐτ. 3. 63, 14· μετὰ παραστάσεως ὁ αὐτ. 16. 33, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 589Α. γ) παραφορά, ἀπόγνωσις, τὸ λυποῦν ἤγαγ’ ἐς π. Ἀντιφάν. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1, πρβλ. Πολύβ. 8. 23, 4., 9. 40. 4· μετὰ παραστάσεως ὁ αὐτ. 10. 5, 4· ἡ π. τῆς διανοίας, mentis commotio, ὁ αὐτ. 3. 84, 9. δ) κλίσις, διάθεσις, ἐπιθυμία, (λῆμα κατὰ τὸν Ἡρῳδιαν. 470), ψυχῆς πονηρᾶς δυσσεβὴς π. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 12· π. ψυχῆς πρὸς ἐλευθερίαν Διοδ. Ἐκλογ. 629. 19. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, μικρὰ χρηματικὴ καταβολὴ (μία δραχμὴ) κατὰ τὴν κίνησιν δημοσίας τινὸς ἀγωγῆς, πιθανῶς ἀπέναντι δικαστικῶν ἐξόδων, Ἀνδοκ. 16. 5, Ἰσαῖ. 42, 31· π., μία δραχμὴ Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 7· πρβλ. Φώτ., Ἁρποκρ. ἐν λέξ.

Greek Monotonic

παράστᾰσις: -εως, ἡ,
I. 1. (παρίστημι) στάση, τοποθέτηση δίπλα ή μακριά, εκδίωξη, εκτόπιση, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. έκθεση πραγμάτων προς πώληση, εμπόριο λιανικής πώλησης, σε Αριστ.
II. (παρίσταμαι) αμτβ.· στάση, πλησίον·
1. θέση ή αξίωμα δίπλα στον βασιλιά, σε Ξεν.
2. ύπαρξη μυαλού, θάρρος, σε Πολύβ.· επίσης, απόγνωση, στον ίδ.
III. ως δικανικός όρος, μικρή χρηματική καταβολή για τη διεξαγωγή δίκης, σε Ρήτ.

Middle Liddell

παράστᾰσις, εως, παρίστημι
I. a putting aside or away, banishing, relegatio, Plat., etc.
2. a setting out things for sale, retail-trade, Arist.
II. (παρίσταμαἰ intr. a being beside:
1. a position or post near a king, Xen.
2. presence of mind, courage, Polyb.: also, desperation, Polyb.
III. as law-term, a small money deposit on entering lawsuits, Oratt.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό παρίστημιπαρά + ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

magnificence

Catalan: magnificència; Finnish: suurenmoisuus; Greek: λαμπρότητα, μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια; Ancient Greek: ἀγλαΐα, ἀγλαΐη, διαπρέπεια, δόξα, δόξις, λαμπρότης, μεγαλειότης, μεγαλοεργία, μεγαλομοιρία, μεγαλοπραγμοσύνη, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, μεγαλοψυχία, παράστασις, περιφάνεια, σεμνότης, τὸ διαπρεπές, τὸ σεμνόν, ὑπερφύεια, φιλοτίμημα Latin: magnificentia; Malayalam: ഉജ്ജ്വലത; Maori: marutunatanga; Middle English: deynte; Portuguese: magnificência; Spanish: magnificencia

arrival

Afrikaans: aankoms; Albanian: arritje; Arabic: وُصُول, وِفَادَة; Egyptian Arabic: وصول; Armenian: ժամանում, գալուստ; Azerbaijani: gəliş; Belarusian: прыбыццё, прыезд, прыход, прылёт; Bengali: আগমন; Bulgarian: пристигане; Burmese: ဆိုက်ရောက်, ရောက်လာခြင်း; Catalan: arribada; Chinese Mandarin: 到達/到达, 到來/到来, 抵達/抵达; Czech: příchod, příjezd, přílet; Danish: ankomst; Dutch: komst, aankomst; Esperanto: alveno; Estonian: saabumine; Finnish: saapuminen; French: arrivée; Galician: chegada, vida; Georgian: ჩამოსვლა, ჩამოფრენა; German: Ankunft; Gothic: 𐌵𐌿𐌼𐍃; Greek: άφιξη; Ancient Greek: ἄπιξις, ἄφιξις, βλῶσις, εἰσέλευσις, ἔλευσις, ἐπείσοδος, ἐπέλευσις, ἐπιδημία, ἐπιφοίτησις, ἐσηλυσίη, ἤλυσις, ἧξις, ἵξις, κάθιξις, παράστασις, παρουσία, περικατάληψις, πόθοδος, πόσοδος, πρόσοδος; Hebrew: הַגָּעָה; Hindi: आगमन; Hungarian: érkezés; Icelandic: koma; Indonesian: kedatangan; Ingrian: tulo, tulekki; Italian: arrivo; Japanese: 到着; Khmer: ដំណល់; Korean: 도착(到着); Kurdish Northern Kurdish: hatin, gihiştin; Latin: perventio, adventum, adventus; Lithuanian: gimimas; Macedonian: пристигнување; Malay: kedatangan, ketibaan; Maori: taenga, taetaenga, haramaitanga; Norwegian Bokmål: ankomst; Nynorsk: framkome, tilkomst, framkomst; Ottoman Turkish: ادراك; Persian: ورود; Plautdietsch: Aunkunft; Polish: przybycie, przyjazd, przyjście, przylot; Portuguese: chegada, vinda; Romanian: venire, sosire, ajungere; Russian: прибытие, приезд, приход, прилёт; Sanskrit: आगमन; Slovak: príchod, príjazd, prílet; Slovene: prihod; Spanish: llegada, venida, arribo, arribada; Swahili: ujaji; Swedish: ankomst; Tagalog: dating; Taos: kwònéne; Telugu: ఆగమనము; Thai: การมาถึง; Ukrainian: прибуття, приї́зд, прихі́д, прилі́т; Urdu: آمد; Uzbek: yetib kelish, kelish; Vietnamese: sự đến; Welsh: dyfodiad

banishment

Armenian: աքսորում; Azerbaijani: sürgün; Bashkir: һөргөн; Bulgarian: прогонване; Chinese Mandarin: 流放, 流刑; Dutch: verbanning; Finnish: karkotus; French: bannissement; Ancient Greek: ἀφορισμός, ἐκβολή, ἐξοστρακισμός, ἔξωσμα, παράστασις, ὑπερορισμός; Hindi: निर्वासन; Hungarian: száműzés; Indonesian: pembuangan, pengucilan, pengusiran; Japanese: 流刑; Kurdish Northern Kurdish: mişextkirin, sirgûn; Malay: buang negeri; Maori: whakapakotanga; Polish: banicja, wygnanie; Russian: изгнание, высылка; Spanish: exilio; Turkish: sürgün