[ᾰ], α, ον, poet. for δεύτατος, Max.350.
[Seite 552] p. = δεύτατος, Paul. Sil. Ecphr. 419.
δευτάτιος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ δεύτατος, Jac. Ἀνθ. Π. σ. 74.