δεύτατος

From LSJ

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεύτατος Medium diacritics: δεύτατος Low diacritics: δεύτατος Capitals: ΔΕΥΤΑΤΟΣ
Transliteration A: deútatos Transliteration B: deutatos Transliteration C: deytatos Beta Code: deu/tatos

English (LSJ)

η, ον, Sup. of δεύτερος, = ὕστατος, the last, Il.19.51, Mosch.4.65, Schwyzer90.3, 92.2 (Argos, iii B. C.), etc.:—prob. f.l. in Pi.O.1.50.

Spanish (DGE)

δεύτατη, δεύτατον
• Alolema(s): δευτάτιος, -η, -ον Max.350
sup. de δεύτερος el último δ. ἦλθεν Il.19.51, Od.1.286, πάντων βῆ δ. Q.S.12.332, τοῦτ' ... δεύτατον εἶπεν ἔπος Od.23.342, τί δὲ δ. εἴπω; AP 5.108 (Crin.), ἀμφὶ δεύτατα a lo último en una comida, e.e., a los postres Pi.O.1.50, ἐν ἠοῖ δευτατίῃ Max.l.c., cf. Mosch.4.65, Schwyzer 90.3, 92.2 (ambas Argos III a.C.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 552] der letzte, superlativ. zu δεύτερος, von δεύεσθαι, Scholl. Aristonic. Iliad. 19, 51 ἡ διπλῆ, ὅτι δεύτατος ἀπὸ τοῦ δεύεσθαι ὁ ἔσχατος· τὸ δὲ δεύεσθαι ἐνδεῖν ἐστι, vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 23, 248. Bei Homer findet sich δεύτατος dreimal, überall an derselben Stelle des Verses, mit dem 2. Fuße beginnond: Iliad. 19, 51 αὐτὰρ ὁ

French (Bailly abrégé)

η, ον :
litt. tout à fait le second, càd le dernier.
Étymologie: Sp. de δεύτερος.

English (Autenrieth)

(sup. of δεύτερος): last.

English (Slater)

δεύτᾰτος last, end of τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο (δεύτερα e codd. Athenaei Schweighauser. at the end of the meal) (O. 1.50)

Greek Monolingual

δεύτατος, -η, -ον και δευτάτιος, -α και -η, -ον (Α)
τελευταίος, έσχατοςδεύτατος ἦλθεν... Ἀγαμέμνων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δεύτερος με επίθημα δηλωτικό του υπερθετικού βαθμού].

Greek Monotonic

δεύτατος: -η, -ον, υπερθ. του δεύτερος, έσχατος, τελευταίος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

δεύτατος: [superl. к δεύτερος последний (δ. ἦλθεν, δεύτατον εἶπεν ἔπος Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεύτατος -η -ον [δεύτερος] laatste.

Middle Liddell

[Sup. of δεύτερος
the last, Il.