ἱππόβρωτος
From LSJ
μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
German (Pape)
[Seite 1259] von Pferden gefressen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόβρωτος: -ον, ὑπὸ ἵππων καταβρωθείς, Ἀρσεν. ἐν Ἰωνιᾷ, ἴδε Fischer εἰς Παλαιφ. σ. 104.
μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
[Seite 1259] von Pferden gefressen, Sp.
ἱππόβρωτος: -ον, ὑπὸ ἵππων καταβρωθείς, Ἀρσεν. ἐν Ἰωνιᾷ, ἴδε Fischer εἰς Παλαιφ. σ. 104.