ἀφθορία
English (LSJ)
ἡ,
A incorruption, prob. l. for ἀδιαφθορία in Ep.Tit.2.7, cf. Them.inPh.82.22.
German (Pape)
[Seite 410] ἡ, Unverdorbenheit, Unschuld, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφθορία: ἡ ἔλλειψις φθορᾶς, πιθ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀδιαφθορία· ἐν τῇ πρὸς Τίτ. Ἐπιστολ. β΄, 7, Γρηγ. Νύσσ.