ἔλλειψις

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλλειψις Medium diacritics: ἔλλειψις Low diacritics: έλλειψις Capitals: ΕΛΛΕΙΨΙΣ
Transliteration A: élleipsis Transliteration B: elleipsis Transliteration C: elleipsis Beta Code: e)/lleiyis

English (LSJ)

ἐλλείψεως, ἡ,
A falling short, defect, opp. ὑπερβολή, Democr. 102, Pl.Prt.356a; opp. ὑπεροχή, Arist.Ph.187a17, Metaph.1042b25; ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον Id.EN1106b17.
2 the conic section ellipse, Apollon.Perg.Con.1.13 (so called because the square on the ordinate is equal to a rectangle with height equal to the abscissa and applied to the parameter, but falling short of it).
3 ἐν ἐλλείψεσιν ἐνυπάρχειν to be present in deficiency, of the negative terms in an algebraical expression, Dioph.1Praef.p.14 T.
4 Gramm., ellipse, Ath. 14.644a, A.D.Synt.117.19; omission of a letter, Id.Pron.56.28.
5 = ἔκλειψις, Olymp.in Mete.67.37 (s.v.l.).
6 Pythagorean name for two, Theol.Ar.10.

Spanish (DGE)

ἐλλείψεως, ἡ
• Morfología: [gen. sg. ἐλλείψιος Theag.Pyth.Hell.191, Metopus Pyth.Hell.120.8]
A Icomo concepto gradual
1 escasez, falta c. gen. οὐ κρατεῖται ... δι' ἔλλειψιν δυνάμεως Arist.GA 768b26, τροφῆς Thphr.CP 5.15.3, cf. 6.4.3, Plu.2.44a, ἐλαίου Basil.Bapt.2.9.3
fil., cien., frec. abs. escasez, defecto op. ὑπερβολή, ὑπεροχήexceso’ τοίνυν ἴδωμεν πᾶσαν τήν τε ὑπερβολὴν καὶ τὴν ἔλλειψιν Pl.Plt.283c, del discurso, Pl.Plt.283d, (λόγος) μήκους τε πέρι καὶ βραχύτητος καὶ πάσης ὑπεροχῆς τε καὶ ἐλλείψεως Pl.Plt.283c, cf. 285b, διαφέρει πλήθει καὶ ὀλιγότητι ... καὶ ὅλως ὑπεροχῇ καὶ ἐλλείψει ref. a las partes de los animales, Arist.HA 486b8, cf. 486a22, de uno de los dos principios que gobernaron la creación del universo, Arist.Ph.187a17, Metaph.992b7, ἡ δὲ ἀνισότης ὑπεροχῇ καὶ ἐλλείψει κατὰ πλῆθοςμέγεθος Thphr.HP 1.1.6, cf. Aristid.Quint.122.18
op. πλεονεξία: τὴν πλεονεξίαν τῆς φύσεως ἐπιρρώσομεν, τὴν δ' ἔλλειψιν ἀναπληρώσομεν Plu.2.9e
op. πλεονασμός Iul.Ar.264.6, Gr.Nyss.Eun.3.2.87
op. ὑπέρπτωσις Gr.Nyss.Perf.189.16
op. τὸ ἶσον y ὑπερβολή Democr.B 102
op. ὑπερβολή: ὑπερβολὴ θάλπους καὶ ἔλλειψις καὶ μεσότης Str.2.3.1, αἱ γὰρ ὑπερβολαὶ ταῖς ἐλλείψεσιν οὐ δύνανται συμφωνεῖν Didym.Gen.27.22, cf. Them.Or.6.73b
como término más genérico que ἔνδεια: τις γένος τῆς ἐλλείψεως τὴν ἔνδειαν λέγει Strato Lamps.30, τό τε ἐνδεὲς ἐλλείψει ἐνδεές Max.Tyr.39.1.
2 inferioridad τὴν ἔλλειψιν πρὸς τοὺς ἄρρενας ἔχει τοῦ σώματος φανεράν ref. a las hembras, Arist.GA 727a24, cf. 767b23, Basil.M.29.701B.
3 en sent. ético deficiencia, defecto op. ὑπερβολήexceso’ ὑπερβολὴ ἀλλήλων καὶ ἔλλειψις πᾶσα ὑπερβάλλειν δοκεῖ τὸ ἀρετῆς ξύμμετρον Hp.Ep.13, τινας ἐλλείψεις ἢ ἀποτεύξεις ἢ ἁμαρτίας ἐλαφρὰς ἐμβάλλοντες Plu.2.543f, esp. op. ὑπερβολή: ὑπερβολὴ ἀλλήλων καὶ ἔλλειψις exceso o defecto de ambos (placer y dolor), Pl.Prt.356a, τὸ δὲ ἴσον μέσον τι ὑπερβολῆς καὶ ἐλλείψεως Arist.EN 1106a29, ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις de gasto de dinero, Arist.EN 1107b10, ὑπερβολῆς καὶ ἐλλείψεως μέσον τὸ αὐταρκές Ph.Fr.Ex.1.6, τοῦ ἀδικεῖν καὶ ἀδικεῖσθαι κατ' ἔλλειψιν καὶ ὑπερβολὴν ὄντος Plu.2.381f, cf. 444c.
4 reducción, minoración τίνες (πόνοι) ... αὔξησιν παρασκευάζουσιν ἐς σάρκας καὶ τίνες ἔλλειψιν Hp.Vict.1.2, θεὸς δὲ ἔλλειψιν ἢ πρόσθεσιν οὐκ ἀνέχεται πλήρης ... ὤν Ph.1.165.
II como concepto abstr.
1 falta, carencia op. ὑπερβολήexceso’, Hp.Vict.4.90, c. gen. ἑτέρου νόμου Thphr.Fr.97, ἡ δὲ τῶν ὑγρῶν διάθεσις ἔλλειψίς τίς ἐστι Gal.7.90, τοῦ ὄντος παντός Plot.3.6.7, cf. Porph.Sent.20, γραμμάτων Gr.Nyss.Prof.Chr.129.8
sin determ. ἵνα ... μήτε ... ἡ ἔλλειψις ἀθυμίαν ἐργάσηται Chrys.M.53.121
c. compl. de referencia, como sinón. de διάστασις: ἡ ἔλλειψις τοῦ κύκλου la falta (que hay) en el círculo Olymp.in Mete.231.8.
2 omisión ὁπόταν ἔλλειψις γένηται παρ' ἐκείνων Str.3.4.19, del pecado por omisión, Basil.Bapt.2.6.1, 9.1.
B usos téc.
I 1geom. elipse Apollon.Perg.Con.1.13, cf. Procl.in Euc.p.419.21, ὀξυγώνιος (τομή) ... ἡ αὑτῇ συνάπτουσα καὶ ποιοῦσα σχῆμα θυρεοειδές, καλεῖται δὲ ... καὶ ἔλλειψις Hero Def.94, οἰομένους τὴν τοῦ κυλίνδρου πλαγίαν τομὴν ἑτέραν εἶναι τῆς τοῦ κώνου τομῆς τῆς καλουμένης ἐλλείψεως Seren.Sect.Cyl.proem. (p.2.5), cf. Papp.674, Ptol.Geog.7.6.13.
2 otro n. del número dos entre los pitagóricos, Anatolius en Theol.Ar.10, 11.
3 astr., prob. luna nueva ὅταν ἡ σελήνη κατ' ἔλλειψιν ὑπὸ Ἄρεος θεωρηθῇ Lyd.Ost.7.
4 lóg. falta, error por deficiencia en el curso del razonamiento ποιὰς ἀσαφείας καὶ ἐλλείψεις καὶ ... σολοικισμούς Chrysipp.Stoic.2.96, ἀσύνακτον λόγον γίγνεσθαι ἤτοι παρὰ διάρτησιν ἢ παρὰ ἔλλειψιν S.E.P.2.146, cf. M.8.429, ἀγνοίᾳ ... λογιοῦνται τὴν ἔλλειψιν Basil.Eunom.593A.
II gram., ret.
1 de varios tipos de fenóm. fonéticos y sintácticos elisión, omisión
a) dentro de la palabra: de una letra ὠκύπος κατ' ἔλλειψιν τοῦ «υ» en rel. c. ὠκύπους Hdn.Gr.1.188, en ciertas formas de la declinación τοῦ «τ» A.D.Pron.57.8, op. πλεονασμός: πᾶν τὸ ἐν πλεονάσματι ἢ ἐλλείψει πολὺ πρότερον ἐν ὁλοκλήρῳ καθειστήκει A.D.Pron.38.23
del preverbio, A.D.Synt.117.19;
b) dentro de la or.: del pron., A.D.Pron.79.11, del art., A.D.Synt.5.25, del subst. tras art., A.D.Synt.108.5, de subst. sobreentendidos en ciertos contextos, como χείρ Sch.D.T.517.6, cf. Choerob.252.
2 en op. a otros tipos de elisión o pérdida pérdida de la semivocal del diptongo ἔλλειψις δέ ἐστιν ἀποβολὴ φωνήεντος κατὰ τὸ μέσον οὐ ποιοῦντος συλλαβήν, οἷον «ἀμνίον» ἀντὶ τὸ «αἱμνίον» Trypho Pass.1.25.
3 ret. elipsis, omisión deliberada de alguna parte del discurso, sin que se resienta la sintaxis ἄλλος (τόπος) παρὰ τὴν ἔλλειψιν τοῦ πότε καὶ πῶς Arist.Rh.1401b34, cf. 1401b2, ἔλλειψις δέ ἐστιν ὅταν ὁ λέγων ἐλλείπῃ λέξιν ἣν παρ' αὐτὰ ἔδει προσθεῖναι τῷ νοήματι Tib.Fig.42, κατ' ἔλλειψιν λεγομένου τοῦ ῥητοῦ Clem.Al.Strom.7.14.88, cf. Suet.Lud.1.14.

German (Pape)

[Seite 800] ἡ, das Zurücklassen, Unterlassen, Auslassen, bes. Schol. u. Gramm. vom Auslassen eines Wortes, Ellipse; – der Mangel, im Gegensatz von ὑπερβολή u. ὑπεροχή, Plat. Prot. 356 a Polit. 283 c; Arist. Eth. 2, 6 u. öfter; überall ein hinter dem erforderlichen Maaße Zurückbleiben.

Russian (Dvoretsky)

ἔλλειψις: ἐλλείψεως ἡ
1 недостаток, нехватка (μήτε ἡ ἔλλειψις μήτεὑπερβολή Plat., Plut.): διαφέρειν τινὶ καθ᾽ ὑπεροχὴν καὶ ἔλλειψιν Arst. отличаться от чего-л. избытком или недостатком;
2 лог., рит. эллипсис, опущение Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλλειψις: ἐλλείψεως, ἡ, παράλειψις, ἔλλειψις, ἐν τῇ γραμματικῇ, Ἀθήν. 644Α· ἴδε Βοσίου (Βος) Ellipses Graecae, ἔκδ. Schäf., Herm. Vig. append. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἀμεταβ.) ἔλλειψις, τὸ νὰ μὴ φθάνῃ τι, νὰ μὴ ἀρκῇ, ἀντίθετον τῷ ὑπερβολή, Πλάτ. Πρωτ. 356Α· ἀντίθετον τῷ ὑπεροχή, Ἀριστ. Φυσ. 1. 4, 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 18, κ. ἀλλ. 2) κωνικὴ τομή, Ἀπολλώνιος Περγ. Κωνικ. 1. 13, καλεῖται οὕτως ἴσως διότι εἶναι κύκλος ἐλλιπής, ἴδε Εὐτόκιον εἰς Ἀπολλώνιον.

Greek Monolingual

η (AM ἔλλειψις)
1. απουσία, ανυπαρξία ή ανεπάρκειαέλλειψη τροφίμων, νερού, υγρών καυσίμων κ.λπ.», «έλλειψη πείρας»)
2. μειονέκτημα, ατέλειασύγγραμμα με πολλές ελλείψεις»)
3. η απουσία τύπων ονομάτων και ρημάτων και ο σχηματισμός τους σε ορισμένους μόνο τύπους
4. επίπεδη καμπύλη που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο τών σημείων ενός επιπέδου, τών οποίων το άθροισμα τών αποστάσεων από δύο σταθερά σημεία (τις εστίες) είναι σταθερό και ίσο προς
5. η ελλειπτικότητα του ύφους του λόγου
αρχ.
1. παράλειψη γραμμάτων στη γραφή μιας λέξης
2. η έκλειψη του ηλίου ή της σελήνης
3. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός 2.

Translations

deficiency

Bulgarian: недостатък; Catalan: deficiència; Chinese Mandarin: 不足之處/不足之处; Czech: nedostatečnost; Danish: mangel, utilstrækkelighed; Dutch: tekort; Finnish: puute, puuttellisuus, vajaus, vaje; French: déficience; Georgian: დეფიციტი, ნაკლოვანება, უკმარისობა, დანაკლისი, დეფექტურობა, არასრულფასოვნება; Gothic: 𐍅𐌰𐌽; Ancient Greek: ἔλλειψις; Hungarian: hiányosság; Irish: díothacht, easpacht, uireasa; Italian: deficienza; Malayalam: കുറവ്, പോരായ്മ; Maori: takarepatanga, kōpaka, tarepatanga; Norwegian Bokmål: utilstrekkelighet, mangel; Polish: niedobór, deficyt; Portuguese: deficiência; Romanian: deficiență, lipsă, insuficiență; Russian: недостаток, порок, неполноценность, дефект; Swahili: athari; Tagalog: kakulangan, depisyensiya; Tocharian B: menki