σκολοπώδης
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
German (Pape)
[Seite 902] ες, zsgzn statt σκολοποειδής, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σκολοπώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ σκολοποειδής, παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10. 5, πλημμ. γραφ. ἀντὶ κορωνοποδώδης.