τελετουργία
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
German (Pape)
[Seite 1086] ἡ, Weihe, Einweihung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τελετουργία: ἡ, τέλεσις, καθιέρωσις, Διον. Ἀρεοπ.