τελετουργία

From LSJ
Revision as of 09:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

German (Pape)

[Seite 1086] ἡ, Weihe, Einweihung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τελετουργία: ἡ, τέλεσις, καθιέρωσις, Διον. Ἀρεοπ.