νήδυια

Revision as of 11:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ων, τά, bowels, entrails, Il.17.524, A.R.2.113, Nic.Al. 381.

German (Pape)

[Seite 251] τά, die Eingeweide; Il. 17, 524; auch sp. D., wie Ap. Rh. 2, 113. – Die Schreibung νηδύϊα ist falsch, Lob. Phryn. 494.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
entrailles.
Étymologie: νηδύς.

Russian (Dvoretsky)

νήδυια: τά внутренности (тела) Hom.

Greek (Liddell-Scott)

νήδυια: (οὐχὶ νηδύΐα, Λοβ. Φρύνιχ. 494), ων, τά, ὡς τὸ νηδύς, τὰ ἐντόσθια, ἔντερα, Ἰλ. Ρ. 524, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 113, Νικ. Ἀλεξιφ. 381· - Ἐπικ. γεν. νηδυιόφιν, (ἐκτὸς ἂν εἶναι ἀντὶ νηδυόφιν), Μόσχ. 4. 78.

English (Autenrieth)

(νηδύς), pl.: bowels, Il. 17.524†.

Greek Monolingual

νήδυια, τὰ (Α) νηδύς
σπλάγχνα, εντόσθια, έντερα.

Greek Monotonic

νήδυια: -ων, τά (νηδύς), εντόσθια, έντερα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

νήδυια, ων, τά, νηδύς
the bowels, entrails, Il.