ἀκρώρεια

Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, (ὄρος) mountain ridge, X.HG7.2.10, Theoc.25.31, Hp.Ep.10, Timae.94, Plb.24.6.5.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 cumbre, cima ὀρῶν Hp.Ep.10, X.HG 7.2.10, Timae.30, Call.Dian.224, Plb.3.47.4, 23.8.6, Plu.Tim.27, Alciphr.2.10.2, glosa a Hom. en POxy.3206.10.
2 fig. sublimidad, colmo de excelencia Hippol.Haer.7.26.9, Origenes Cels.6.44.

German (Pape)

[Seite 85] ἡ, Bergspitze, Xen. Hell. 7, 2, 10; Theocr. 25, 31; Sp., wie Pol.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sommet d'une montagne.
Étymologie: ἄκρος, ὄρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκρώρεια -ας, Ion. ἀκρωρείη -ης, ἡ ἄκρος, ὄρος bergtop; ook als naam van een bergtop in Sicyon.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρώρεια:вершина горы Xen., Theocr., Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρώρεια: ἡ, (ὄρος) ἡ ἄκρα, ἤτοιῥάχις ἢ ἡ κορυφὴ ὄρους, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 10, Θεόκρ.25. 31, κτλ.

Greek Monolingual

η (Α ἀκρώρεια)
άκρη, κορυφή ή πλαγιά βουνού
(AM) το άκρον άωτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ὄρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρωρεῖται].

Greek Monotonic

ἀκρώρεια: ἡ (ὄρος), βουνοκορφή, σε Ξεν., Θεόκρ.

Middle Liddell

ὄρος
a mountain-ridge, Xen., Theocr.

Mantoulidis Etymological

(=κορυφή τοῦ βουνοῦ). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: ἄκρος + ὄρος.