άωτον
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
(AM ἄωτον, το
Α και ἄωτος, ο)
1. το ωραιότατο και άριστο κάθε πράγματος, το άνθος, ο αθέρας
2. η ανώτατη βαθμίδα, το αποκορύφωμα («το άκρον άωτον»)
αρχ.
1. αυτό που δίνει τιμή και δόξα σε κάτι
2. λεπτότατο χνούδι μαλλιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για αρχαίο ρηματικό όνομα του άημι «φυσώ, πνέω», πράγμα πιθανό, αλλά αναπόδεικτο].