ἀναξηραντικός

Revision as of 09:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀναξηραντική, ἀναξηραντικόν, fit for drying, Dsc.1.7, Crito ap.Gal.12.488, Plu.2.624d.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
desecativo, secante (νάρδος) τῆς γλώττης ἀναξηραντική Dsc.1.7, μηλίνη Λευκίου ἀ. παντὸς ῥεύματος Crito en Gal.12.488, τῆς πικρότητος ... δύναμις ἀ. Plu.2.624d.

German (Pape)

[Seite 200] austrocknend, δύναμις Plut. Symp. 1, 6, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à dessécher.
Étymologie: ἀναξηραίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναξηραντικός: иссушающий (δύναμις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναξηραντικός: -ή, -όν, ὁ ἀναξηραίνων, ὁ προξενῶν ἀναξήρανσιν Πλούτ. 2. 624 D.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναξηραντικός, -ή, -όν) ἀναξηραίνω
αυτός που αποξηραίνει, που στεγνώνει, ο κατάλληλος για αποξήρανση, αποξηραντικός.