αποξήρανση
From LSJ
Greek Monolingual
η διαδικασία απομάκρυνσης του νερού από ένα έλος ή μια λίμνη με κύριο σκοπό την απόδοση του εδάφους στην καλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποξηραίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δ. Μαρκίδη].
η διαδικασία απομάκρυνσης του νερού από ένα έλος ή μια λίμνη με κύριο σκοπό την απόδοση του εδάφους στην καλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποξηραίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δ. Μαρκίδη].