ες,
A painful, in Adv. -ωδῶς Gal.7.788.
[Seite 295] ες, schmerzhaft, Hippocr.
ὀδῠνώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης ὀδύνης, ἀλγεινός, Ἱππ. Ἀγμ. 764, ἐν τῷ συγκρ.