ἀλγεινός

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλγεινός Medium diacritics: ἀλγεινός Low diacritics: αλγεινός Capitals: ΑΛΓΕΙΝΟΣ
Transliteration A: algeinós Transliteration B: algeinos Transliteration C: algeinos Beta Code: a)lgeino/s

English (LSJ)

ἀλγεινή, ἀλγεινόν,
A painful, grievous, A.Pr.199, 240, S.OT1530, E.Med. 1037; τὰ μέλλοντα ἀ. Th.2.39, cf. ib.43 (Comp.). Adv. ἀλγεινῶς = in a manner that causes pain, painfully, grievously S.Ant. 436, Pl.Grg.476c.
II rare in pass. sense, feeling pain, suffering, S.OC1664.—Comp. and Sup. in common use ἀλγίων, ἄλγιστος (q.v.), but ἀλγεινότερος, ἀλγεινότατος, Th.2.43, Pl.Grg.477d, Smp.218a, Arist. Pr.890a37, and v.l. Isoc. 14.48. Hom. form ἀλεγεινός, q.v.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1doloroso, penoso ἐπιμήνια Hp.Mul.2.146, διάθεσις Hp.Praec.9, θάνατος Pl.Ti.81e, cf. IPrusa 55 (II/III d.C.), τμῆμα Pl.Grg.476c, πληγή Arist.Pr.890a37, cf. Ph.1.283, νόσοι ISmyrna 539.1 (I/II a.C.)
de palabras y sentimientos πημονή A.Pr.238, μῦθος S.Ant.12, cf. El.762, ἔρως E.Hipp.775, ἀλγεινὰ μέν μοι καὶ λέγειν ἐστὶν τάδε A.Pr.197, μηδὲν ἀλγεινὸν παθών S.OT 1530, δίκη E.Ba.1328, ἀνάγκη X.Mem.3.12.2, αἴσθησις Pl.Ti.77b
subst. τὰ ἀλγεινά = dolores, sufrimientos ἔχεις ... ἀλγείν' E.Hel.252, τῇ τε ὄψει ... ἀλγεινὰ καὶ τῇ γνώμῃ Th.7.75, τὰ μέλλοντα ἀ. Th.2.39, ταῖς ἐλπίσιν τἀλγεινὰ παραμυθούμενος Men.Fr.782, cf. Ph.1.127, sg. τὸ ἔπειτα ἀλγεινόν el dolor futuro D.C.36.14
compar. adverb. μᾶλλον δὲ κἀκείνων ἀλγεινότερον ὀδυνώμενοι Gr.Nyss.Melet.452.17.
2 dolorido, doliente ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετο S.OC 1664, ἀλγειναὶ δ' ἐκάμοντο συνάλικες AP 7.711 (Antip.Sid.)
lleno de penas βίοτος E.Med.1037, βίος X.Cyr.3.3.52, Plu.2.238a.
II adv. ἀλγεινῶς = dolorosamente ἡδέως ... κἀλγεινῶς S.Ant.436, φέρειν S.Ph.1011, cf. Pl.Grg.476c.

German (Pape)

[Seite 90] 1) schmerzhaft, kränkend, Tragg., und Prosa, z. B. Plat. θάνατος ἀλγ. καὶ βίαιος Tim. 81 e; τὰ ἀλγεινά Thuc. 2, 89. – 2) leidend, σὺν νόσοις ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετο Soph. O. C. 1660; αἰὼν ἀλγ. καὶ ἀβίωτος Xen. Cyr. 3, 3, 24; βίος Plut. – Adv. ἀλγεινῶς, φέρειν Soph. Phil. 999. S. ἀλγίων. Der regelmäßige compar. ἀλγεινότερος Plat. Gorg. 477 d Conv. 218 a.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 douloureux, pénible;
2 qui éprouve de la douleur, qui souffre.
Étymologie: ἄλγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλγεινός -ή -όν, ep. ἀλεγεινός ἄλγος comp. ook ἀλγίων, superl. ook ἄλγιστος
1. smartelijk, pijnlijk.
2. moeilijk:. ἀλγίστη δαμάσασθαι zeer moeilijk om te temmen Il. 23.655.
3. pijn ondervindend, pijn lijdend:. οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετ’(ο) en hij is ook niet heengegaan terwijl hij ziek was en pijn leed Soph. OC 1664.

Russian (Dvoretsky)

ἀλγεινός: (compar. ἀλγεινότερος и ἀλγίων, superl. ἀλγεινότατος и ἄλγιστος)
1 болезненный, мучительный, горестный (πημοναί Aesch.; βίοτος Eur.; θάνατος Plat.);
2 страждущий, скорбящий: οὐκ ἀ. ἐξεπέμπετο Soph. он скончался без страданий.

Middle Liddell

ἄλγος
I. Attic for epic ἀλεγεινός, giving pain, painful, grievous, Trag., Thuc.:—adv. -νῶς, Soph., Plat.
II. rare in pass. sense, feeling pain, grievously suffering, suffering, Soph. —Cf. ἀλγίων, -ιστος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀλγεινὸς και ἀλεγεινός, -ή, -όν)
1. αυτός που προκαλεί σωματικό πόνο, ο οδυνηρός
2. αυτός που δίνει ψυχικό πόνο, λυπηρός, θλιβερός
αρχ.
αυτός που αισθάνεται πόνο, που υποφέρει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικός τ. ἀλγεσ-νὸς (< θ. της λ. ἄλγος) με απλοποίηση του συμπλέγματος -σν- και αντέκταση
ο επικός δε τ. ἀλεγεινὸς είναι μεταπλασμένος τ. του επιθ. ἀλγεινὸς κατ’ επίδραση του ρημ. ἀλέγω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ἀλγεινότητα].

Greek Monotonic

ἀλγεινός: -ή, -όν (ἄλγος), Αττ. αντί Επικ. ἀλεγεινός,
I. αυτός που προκαλεί, που δίνει πόνο, οδυνηρός, θλιβερός, σε Τραγ., Θουκ.· επίρρ. -νῶς, σε Σοφ., Πλάτ.
II. σπανίως με Παθ. σημασία, αισθανόμενος πόνο, αυτός που υποφέρει βαριά, πάσχων, σε Σοφ.· πρβλ. ἀλγίων, -ιστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλγεινός: -ή, -όν, (ἄλγος) ὁ παρέχων πόνον, ὀδυνηρός, θλιβερός, Αἰσχύλ. Πρ. 197, 238, Σοφ. Ο. Τ. 1530, Εὐρ. Μήδ. 1037, Θουκ., κτλ.: ― Ἐπίρρ. -νῶς, Σοφ. Ἀντ. 436, Φ. 1011, Πλάτ. Γοργ. 476C. II. σπάνιον ἐν παθ. σημασ., ὁ αἰσθανόμενος πόνον, βαρέως ὑποφέρων, Σοφ. Ο. Κ. 1664. Συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἐν κοινῇ χρήσει εἶναι ἀλγίων, ἄλγιστος, ἂν καὶ ὁ Πλάτ. ἔχει ἀλγεινότερος, -ότατος, Γοργ. 477D, Συμπ. 218Α· οὕτω παρ’ Ἀριστ. Προβλ. 9, 8, καὶ δ. γρ. ἐν Ἰσοκρ. 306Α. Ὁ Ὁμηρ. τύπος εἶνε ἀλεγεινός, ὃ ἴδε.

English (Woodhouse)

distressing, grievous

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

molestus, troublesome, annoying, 2.39.4, 7.75.2,
COMP. 2.43.6,
SUP. 7.68.2.

Translations

painful

Arabic: أَلِيم‎, مُؤْلِم‎, مُوجِع‎; Belarusian: балючы; Bikol Central: makulog; Bulgarian: болезнен, мъчителен, болен; Catalan: dolorós; Chinese Mandarin: 痛苦的, 疼痛的; Czech: bolestivý, bolavý, bolestný; Danish: smertefuld, smertelig; Esperanto: dolora; Finnish: kivulias, tuskallinen; French: douloureux; Galician: doloroso; Georgian: მტკივნეული; German: schmerzhaft; Greek: επώδυνος, οδυνηρός, λυπηρός; Ancient Greek: ἀλγεινός, ἀλγηρός, ἀλγινόεις, ἀλγυντήρ, ἀλεγεινός, ἀνιαρός, ἀνιηρός, ἅνιος, ἀργαλέος, ἀχθεινός, ἀχθηρός, βαρύμοχθος, βαρύς, γοερός, δακνῶδες, δακνώδης, διώδυνος, δυηπαθής, δυήπαθος, δυσπενθής, δυσπονής, δυσχερής, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐναλγής, ἐπαλγής, ἐπίλυπος, ἐπίπονος, ἐπωδύνιος, ἐπώδυνος, λευγαλέος, λυπηρός, λυπρός, μογερός, ὀδυναρός, ὀδυνηρός, ὀδυνηφόρος, ὀδυνῶδες, ὀδυνώδης, πενθάς, περιαλγής, περιώδυνος, πικρός, πονηρός, πραγματώδης, σμυγερός, τανηλεγής, χαλεπός; Hawaiian: ʻeha; Hungarian: fájdalmas; Ingrian: vaivakas; Irish: pianmhar, pianúil, pianach, piantach, piantúil, léanmhar; Italian: doloroso; Japanese: 痛い, 痛みの伴う; Korean: 아프다; Macedonian: болен; Maori: tārū, tārūrū, hīrawerawe, pāwera, pāwerawera; Mbyá Guaraní: axy; Norwegian Bokmål: smertefull; Nynorsk: smertefull; Occitan: dolorós; Polish: bolesny; Portuguese: doloroso, dolorido; Romanian: dureros; Russian: болезненный, мучительный, больной; Sanskrit: दुःख; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̑лан; Roman: bȏlan; Slovak: bolestivý, boľavý; Slovene: boleč; Spanish: doloroso; Swedish: smärtsam; Tagalog: masakit; Tausug: masakit; Tocharian B: laklese; Ukrainian: болючий, болісний; Waray-Waray: maul-ul, masu-ol