αἱματίτης
English (LSJ)
[ῑτ], ου, ὁ,
A blood-like, λίθος αἱ. haematite, a red iron-ore, Dsc.5.126, cf. Athenod. Tars.4; εἰλεὸς αἱ., a disease, Hp.Int.46:— fem., αἱματῖτις φλέψ avein as conductor of blood, Id.Morb.Sacr.15; αἱ. χορδή a black-pudding, Sophil.5; λίθος (cf supr), Thphr.Lap.37.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτίτης: [ῑτ], ου, ὁ, ὅμοιος αἵματι· λίθος αἱμ., ὁ αἱμοστάτης, λίθος ἐρυθρὸς ἐνέχων σίδηρον, Θεοφρ. λιθ. 37, Διοσκ. 5. 143· εἰλεὸς αἱμ., νόσος, Λατ. convolvulus sanguineus, Ἱππ. 557. 12: ― θηλ., αἱματῖτις φλέψ, ἀγωγὸς αἵματος, ὁ αὐτ. 1286. 42· αἱμ. χορδή, λουκάνικον ἐξ αἵματος, Σώφιλος ἐν «Συντρέχουσιν», 2.